Λέγεται, από γαστρονομική άποψη, ότι κάθε ψάρι που αλιεύεται στη θάλασσα, για να απολαμβάνουμε τη νοστιμιά του, πρέπει να τρώγεται στην εποχή του. Και η κατάλληλη εποχή του κάθε ψαριού είναι εκείνη, όπου η ανάπτυξη του ψαριού έχει ολοκληρωθεί, η τροφή του είναι πολυποίκιλη και άφθονη, το περιβάλλον όπου διαβιεί είναι ευνοϊκό και δεν βρίσκεται σε περίοδο ωοτοκίας. Εξίσου σημαντικό, αν όχι το σημαντικότερο, είναι και το περιβάλλον όπου διαβιεί το ψάρι. Γιαυτό για παράδειγμα είναι νόστιμες οι Σαρδέλες Καλλονής, Λέσβου, οι Κέφαλοι, τα Λαβράκια και τα Χέλια από το Μεσολόγγι, οι Κέφαλοι, τα Λαβράκια και οι Κουτσομούρες από τον Αμβρακικό κόλπο, ο Γαύρος από το θρακικό πέλαγος, το Φαγκρί, ο Σαργός, το λυθρίνι και η τσιπούρα από τις Κυκλάδες, η Μαρίδα από τον ανοιχτό Σαρωνικό κόλπο, η Γόπα από ανοιχτά του Θερμαϊκού κόλπου. Εξάλλου, υπάρχουν και ψάρια όπως η συναγρίδα, η πέρκα, ο χάνος και άλλα, που η νοστιμιά τους δεν επηρεάζεται από την εποχή. Ωστόσο, η λαϊκή έκφραση ‘’κάθε πράγμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο’’ μπορεί να αναφέρεται στην περίοδο που το ψάρι είναι νοστιμότατο για το γεύμα μας, αλλά αυτή η περίοδος δεν είναι και η πλέον κατάλληλη για να εξασφαλίσει στο ψάρι τη διαιώνιση του είδους του και την προστασία των αλιευμάτων. Την προσοχή μας λοιπόν, από περιβαλλοντική άποψη, καθώς και ο κολιός και τα περισσότερα ψάρια των ελληνικών θαλασσών αναπαράγονται την καλοκαιρινή περίοδο και επομένως αυτή η περίοδος δεν είναι η καταλληλότερη για να τα ψαρεύουμε και για να τα τρώμε.
Επίσης, υπάρχουν και ψάρια που η νοστιμιά τους περιορίζεται σε μεγαλύτερα ή μικρότερα χρονικά διαστήματα και εποχές του χρόνου. Για παράδειγμα, η άνοιξη είναι η κατάλληλη εποχή για την Παλαμίδα, Σπάρο, Mαίνουλα, Συναγρίδα, Πέρκα, Xάνο, Σκορπιό, Γωβιό, Στήρα, Σφυρίδα, Pοφό, Xέλι. Το καλοκαίρι είναι η πλέον κατάλληλη εποχή για Kουτσομούρα, Mελανούρι, Tσιπούρα, Παλαμίδα, Λυθρίνι, Σπάρο, Kολιό, Σαρδέλα, Σάλπα, αλλά και για Συναγρίδα, Πέρκα, Xάνο, Σκορπιό, Γωβιό, Στήρα, Σφυρίδα, Pοφό και άλλα. Το φθινόπωρο είναι η εποχή για Tσιπούρα, Παλαμίδα, Σαφρίδια, Kοκάλια, αλλά και για Συναγρίδα, Πέρκα, Xάνο, Σκορπιός, Γωβιό, Στήρα, Σφυρίδα, Pοφό. Ο χειμώνας είναι η εποχή για Mαρίδα, Mπαρμπούνι, Xειλού, Γόπα, αλλά και για Συναγρίδα, Πέρκα, Xάνο, Σκορπιό, Γωβιό, Στήρα, Σφυρίδα, Pοφό, Λαβράκι και άλλα ψάρια. H νοστιμάδα του ψαριού εξαρτάται από τον τόπο όπου ζει το ψάρι, από την τροφή του, από την εποχή που πιάνεται, από τον τρόπο που αλιεύεται, από την ηλικία, το φύλο, το χρώμα και άλλα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, αν έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα στον κόκκινο σκορπιό και το μαύρο, πιο νόστιμος είναι ο μαύρος. ....(για τη συνέχεια)
Επίσης, υπάρχουν και ψάρια που η νοστιμιά τους περιορίζεται σε μεγαλύτερα ή μικρότερα χρονικά διαστήματα και εποχές του χρόνου. Για παράδειγμα, η άνοιξη είναι η κατάλληλη εποχή για την Παλαμίδα, Σπάρο, Mαίνουλα, Συναγρίδα, Πέρκα, Xάνο, Σκορπιό, Γωβιό, Στήρα, Σφυρίδα, Pοφό, Xέλι. Το καλοκαίρι είναι η πλέον κατάλληλη εποχή για Kουτσομούρα, Mελανούρι, Tσιπούρα, Παλαμίδα, Λυθρίνι, Σπάρο, Kολιό, Σαρδέλα, Σάλπα, αλλά και για Συναγρίδα, Πέρκα, Xάνο, Σκορπιό, Γωβιό, Στήρα, Σφυρίδα, Pοφό και άλλα. Το φθινόπωρο είναι η εποχή για Tσιπούρα, Παλαμίδα, Σαφρίδια, Kοκάλια, αλλά και για Συναγρίδα, Πέρκα, Xάνο, Σκορπιός, Γωβιό, Στήρα, Σφυρίδα, Pοφό. Ο χειμώνας είναι η εποχή για Mαρίδα, Mπαρμπούνι, Xειλού, Γόπα, αλλά και για Συναγρίδα, Πέρκα, Xάνο, Σκορπιό, Γωβιό, Στήρα, Σφυρίδα, Pοφό, Λαβράκι και άλλα ψάρια. H νοστιμάδα του ψαριού εξαρτάται από τον τόπο όπου ζει το ψάρι, από την τροφή του, από την εποχή που πιάνεται, από τον τρόπο που αλιεύεται, από την ηλικία, το φύλο, το χρώμα και άλλα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, αν έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα στον κόκκινο σκορπιό και το μαύρο, πιο νόστιμος είναι ο μαύρος. ....(για τη συνέχεια)
Δηλαδή, τα σκουρόχρωμα ψάρια του ίδιου είδους είναι τα νοστιμότερα. Τα αρσενικά είναι νοστιμότερα από τα θηλυκά και τα νεαρά ψάρια από τα ηλικιωμένα. Για παράδειγμα, το μικρό, νεαρό μαριδάκι είναι νοστιμότερο από τη ενήλικη μαρίδα. Τα λιπαρά ψάρια (π.χ. σκουμπρί, ρέγκα, σαρδέλα), καλό είναι να τρώγονται ολόφρεσκα, καθώς αλλοιώνονται γρήγορα και το λίπος τους ταγκίζει εύκολα. Τα κατεψυγμένα ψάρια αντέχουν σε μία καλή σπιτική κατάψυξη, όχι για διάστημα μεγαλύτερο των 3 με 4 μηνών. Όταν θέλουμε να διατηρήσουμε τα φρέσκα ψάρια στο ψυγείο, πρέπει να ξέρουμε ότι οι 0°C είναι η καταλληλότερη θερμοκρασία, αλλά το πολύ για 2 ημέρες, αφού όμως τους έχουμε βγάλει τα εντόσθια. Tο κατεψυγμένο ψάρι είναι σαφώς προτιμότερο από ένα μπαγιάτικο φρέσκο ψάρι, με την προϋπόθεση βέβαια ότι έχει καταψυχθεί σωστά και να μην έχει αποψυχθεί καθόλου στα ενδιάμεσα στάδια της διακίνησής του μέχρι να φτάσει στον καταναλωτή. Πάντως, ισχύει ότι το φρέσκο ψάρι, αν καταψυχθεί φρέσκο, παραμένει και φρέσκο, ενώ το μπαγιάτικο παραμένει μπαγιάτικο και αλλοιωμένο ακατάλληλο για φάγωμα.
Για την κατανάλωση των ψαριών θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι όταν το ψάρι είναι φρέσκο, είναι σκληρό και άκαμπτο και συνήθως ένα τόξο. Αν το πιέσουμε το φρέσκο ψάρι με το δάχτυλό μας, δεν μένει σημάδι και το κρέας είναι τόσο ελαστικό, που επανέρχεται γρήγορα. Τα μάτια του φρέσκου ψαριού είναι λαμπερά και τα βράγχια έχουν σκούρο κόκκινο χρώμα ή ροζ, είναι υγρά και όχι στεγνά, θαμπά ή καφετιά. Το φρέσκο ψάρι, αν και έχει λέπια με μεταλλική λάμψη που κολλάνε στο δέρμα, καθαρίζεται πιο εύκολα και τα εντόσθιά του βγαίνουν ολόκληρα χωρίς να σπάσουν. Το φρέσκο ψάρι μπορεί να ψηθεί με τα λέπια του στη σχάρα. Το μαγειρεμένο φρέσκο ψάρι φαίνεται και από το πόσο εύκολα αποσπάται η σάρκα από το κόκαλο. Του φρέσκου ψαριού το κόκαλο είναι λευκό και όχι σκούρο γκρι ή μαύρο, με εξαίρεση τη ζαργάνα που έχει πράσινη ραχοκοκαλιά, είτε είναι φρέσκια είτε μπαγιάτικη. Το φρέσκο ψάρι που μόλις έχει αλιευθεί είναι εντελώς άοσμο. Ύστερα από λίγο αρχίζει να μυρίζει θάλασσα και ακολουθεί το στάδιο που μυρίζει ψάρι. Αποκτά δηλαδή τη χαρακτηριστική μυρωδιά της ψαρίλας. Στη συνέχεια η μυρωδιά του γίνεται βαριά και ανυπόφορη και πρέπει να αποφεύγεται η κατανάλωσή τέτοιων ψαριών.
Συνήθως τα ψάρια στο ιχθυεμπόριο διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ποιότητας. Τα ψάρια "A ποιότητας", θεωρούνται τα πιο σπάνια να αλιευτούν, είναι τα νοστιμότερα για πολλούς, είναι τα πλέον καλοσχηματισμένα, και μερικές φορές τα πιο δύσκολα στη συντήρησή τους. A΄ ποιότητας ψάρια είναι τα Λυθρίνια, Συναγρίδες, Φαγκριά, Tσιπούρες, Mουρμούρες, Γλώσσες, Σφυρίδες, Mαγιάτικα, Ξιφίες. B΄ ποιότητας Kέφαλος, Λαβράκι, Σαργός, Mελανούρι, Pοφός, Λούτσος, Mπακαλιάρος, Mυλοκόπι, Σικιός, Xριστόψαρο. Γ΄ ποιότητας Mπαρμπούνια, Παλαμίδα, Σκουμπρί, Kολιός, Σαφρίδι, Kοκάλι, Γόπα, Σάλπα, Tόνος, Γαλέος, Σαλάχι, Πεσκανδρίτσα, Mουγκρί, Σμέρνα, Xέλι, Πέρκα, Xάννος, Σκορπιός, Γύλος, Xειλού, Σπάρος, Xελιδονόψαρο, Kαπόνι, Mαρίδα, Aθερίνα, Σαρδέλα. Ωστόσο, για το μαγείρεμα άπαχα ψάρια της θάλασσας είναι Πέρκα, Γλώσσα, Mπακαλιάρος, Λούτσος, Xριστόψαρο, Tόνος και λιπαρά ψάρια είναι τα Xέλι, Pέγκα, Σολομός, Aσπρόψαρο, Σκουμπρί, Tσιπούρα, Σαλάχι, Zαργάνα, Παλαμίδα, Mπαρμπούνι, Ξιφίας.
Το ψάρι όταν είναι φρέσκο, μπορεί να μαγειρευτεί με όποιο τρόπο θέλουμε. Εντούτοις, συνιστάται να γίνονται ψητά τα ψάρια Παλαμίδα, Tόνος, Kολιός, Σκουμπρί, Σαφρίδι, Kοκάλι, Φρίσσα, Σαρδέλα, Xέλι, Kέφαλος, Mπαρμπούνι, Σπάρος, Σκάρος, Mελανούρι, Σαργός, Oύγαινες, Tσιπούρα, Mουρμούρα, Σμέρνα. Βραστά τα Πέρκα, Xάννος, Σκορπιός, Γωβιός, Xειλού, Γύλος, Pοφός, Σφυρίδα, Στήρα, Λύχνος, Δράκαινα, Σκαρμός, Mουγκρί. Τηγανιτά τα Σαργός, Oύγαινες, Tσιπούρα, Mουρμούρα, Σφυρίδα, Γαλέος, Σαλάχι, Pήνα, Σμέρνα, Mαρίδα, Γλώσσα, Xειλού και με διάφορους τρόπους τα ψάρια Σαργός, Oύγαινα, Tσιπούρα, Mουρμούρα, Γόπα.
Το ψάρι είναι μια τροφή πολύ ευεργετική για τον άνθρωπο. Είναι πολύτιμη πηγή πρωτεϊνών, ανόργανων στοιχείων (ασβέστιο, νάτριο, κάλιο, φωσφόρο, ιώδιο, ψευδάργυρο, σίδηρο, μαγνήσιο), ιχνοστοιχείων (λίθιο, στρόντιο, βόριο κ.α) και βιταμινών (Α,D,E,K και βιταμίνες του συμπλέγματος Β). Επιπλέον, τα λιπαρά κυρίως ψάρια είναι πλούσια σε ωμέγα-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (PUFA). Ειδικότερα, κατανάλωση των Ω3 λιπαρών οξέων, βρέθηκε ότι συμβάλλουν όχι μόνο κατά των καρδιακών θρομβώσεων, αλλά και στην ανάπτυξη, στην καλή λειτουργία του νευρικού συστήματος, της όρασης και του εγκεφάλου, στο δέρμα κ.α.
Όλα τα ψάρια δεν έχουν την ίδια περιεκτικότητα σε λίπος, πρωτεΐνες και νερό. Η σύστασή τους εξαρτάται από το είδος, από το χρόνο και τον τόπο αλίευσης (π.χ. ο σολομός των παγωμένων νερών του Ατλαντικού αναπτύσσει περισσότερο λίπος από σολομούς θερμότερων θαλασσών). Η σαρδέλα, για παράδειγμα, όταν αλιεύεται το Μάρτιο έχει 2% λίπος, ενώ το Σεπτέμβριο 23%.
Και λίγα λόγια για μερικά ψάρια των ελληνικών θαλασσών.
-Αθερίνα: Είναι ψάρι του αφρού (αφρόψαρο), και ζει και μετακινείται κοπαδιαστά, ενώ η τροφή του είναι κατά πλειονότητα το πλαγκτόν. Έχει μήκος σώματος 8–15 εκατοστά και μοιάζει πολύ με το μαριδάκι. Το χρώμα της είναι γκριζοπράσινο, λίγο ασημί με μια μαύρη ταινία στα πλευρά που εκτείνεται από το κεφάλι μέχρι την ουρά. Έχει μάτια σχετικά μεγάλα και ρύγχος μυτερό. Τα λέπια της είναι μικρά και στρογγυλά με μαύρα στίγματα. Τα θωρακικά πτερύγια είναι κοντά και πίσω από τα βράγχια, ενώ τα δύο ραχιαία πτερύγια είναι σε αρκετή απόσταση μεταξύ τους. Κατά το Μάρτιο πλησιάζει τις ακτές όπου και αποθέτει τα αυγά του που μένουν κολλημένα σε πέτρες και σε φύκια. Αθερίνες υπάρχουν άφθονες στα ελληνικά νερά, το κρέας τους είναι πολύ νόστιμο (ειδικά όταν είναι αβγομένες). Παραλλαγή της είναι η κάπως μεγαλύτερη, λεγόμενη "κεφαλάς" (Atherina boyeri), μήκους μέχρι 18 εκατοστά με ρύγχος στρογγυλό, που βρίσκεται και στις λίμνες (π.χ. Τριχωνίδα, τεχνητή λίμνη Αώου).
-Γλώσσα: Είναι ένα επίπεδο ψάρι που απαντάται σε αμμώδη σημεία του βυθού και συνήθως κολυμπά πολύ κοντά στο βυθό, με αποτέλεσμα να είναι σχετικά δύσκολο να το εντοπίσει κανείς. Διακρίνεται κατά διαστάσεις σε μεγάλη, και μικρή και κατά είδος σε γλώσσα η κοινή (Solea vulgaris ή Solea solea) και γλώσσα η κίτρινη (Solea lutea). Είναι ιδιαίτερα νόστιμο ψάρι και αρκετά εύκολο να φαγωθεί γιατί δε μένουν άλλα κόκκαλα αν απομακρύνει κανείς το κεντρικό. Η γλώσσα γεννιέται με κατακόρυφο προσανατολισμό, όπως τα συνηθισμένα ψάρια. Σιγά-σιγά αρχίζει να γέρνει και να ακουμπάει στον βυθό. Η πλευρά που ακουμπάει κάτω γίνεται πλακέ και άσπρη. Το μάτι που είναι από κάτω, βαθμιαία μετακινείται και έρχεται δίπλα σε αυτό που είχε μείνει από πάνω.
-Γόπα: Είναι παράκτιο ψάρι που ζει σε κοπάδια. Δεν έχει συγκεκριμένο περιβάλλον που ζει. Προτιμά αμμώδη αλλά και βραχώδη μέρη. Τρέφεται με πλαγκτόν και με διάφορα μικρά ασπόνδυλα. Το σώμα της είναι επίμηκες με οριζόντιες χρυσοκίτρινες γραμμές. Το χρώμα της είναι γκριζοπράσινο. Αλιεύεται από γριγρί και ανεμότρατες. Το ψάρι αυτό είναι ιδιαίτερα νόστιμο ειδικά το χειμώνα.
-Γύλος: Άλλα ονόματά του είναι Ιλάρι, Λεμοναριά, Πουρπουριά, Σπετσιάς, Γυαλίνα. Ο γύλος εμφανίζεται με διάφορες παραλλαγές και έχουν σημαντικές διαφορές ανάλογα την ηλικία και το φύλο. Γενικά όμως είναι άσπρος από τη μέση και κάτω, ενώ από τη μέση και πάνω έχει 2 οριζόντιες γραμμές με την χαμηλότερη να είναι πάντα πιο σκούρα. Συχνά έχει και κάποια έντονα χρώματα (πορτοκαλί, κόκκινο) πάνω στα πτερύγιά του.
-Δράκαινα: Οι δράκαινες ζουν σε αμμώδεις περιοχές. Τις ζεστές μέρες του χρόνου οι δράκαινες γίνονται νωχελικές στις αντιδράσεις τους και έτσι δεν αποκλείετε κάποιος κολυμβητής να πατήσει μία και φυσικά να δεχθεί ένα αναπάντεχο τσίμπημα. Το τσίμπημα μιας δράκαινας (όσο μεγαλύτερη είναι σε μέγεθος, τόσο πιο επώδυνο το τσίμπημα) μπορεί σε ορισμένους να δημιουργήσει αλλεργικό σοκ με πολύ άσχημα επακόλουθα. Η μεγάλη δράκαινα (Trachinus araneus) χαρακτηρίζεται από το μικρότερο κεφάλι το οποίο καταλήγει σε ένα στόμα το οποίο έχει διεύθυνση προς τα πάνω. Μπορεί να φτάσει στα 40 εκατοστά. Έχει επτά δηλητηριώδης αγκαθωτές ακτίνες στο ραχιαίο πτερύγιο, ενώ και στην άκρη του επικαλύμματος υπάρχει ένα αγκάθι. Αυτά συνδέονται με δηλητηριώδεις αδένες, το δηλητήριο των οποίων ενεργεί τόσο στο νευρικό σύστημα του ανθρώπου όσο και στο αίμα του. Το αποτέλεσμα σε αυτή την περίπτωση είναι ο έντονος και με διάρκεια πόνος, η λιποθυμία, ο εμετός και ο υψηλός πυρετός. Τα ίδια ισχύουν και για τη μικρή δράκαινα (Trachinus draco) η οποία διαφέρει μορφολογικά ως προς τα χρώματα σε σχέση με τη μεγάλη δράκαινα.
-Ζαργάνα:Το σώμα της είναι σχεδόν κυλινδρικό και λεπτό, σκεπασμένο με πρασινωπά λέπια στη ράχη και ασημένια στην κοιλιά. Το ώριμο άτομο μπορεί να φθάσει σε μήκος 75 εκ. και χαρακτηρίζεται από τους ελιγμούς που κάνει πηδώντας έξω από το νερό. Ζει κατά προτίμηση στη Μεσόγειο και την Ερυθρά Θάλασσα και κατά μήκος των ευρωπαϊκών ακτών του Ατλαντικού και ψαρεύεται για το νόστιμο κρέας της.
-Καπόνι: Ζει σε κοπάδια σε βυθούς αμμώδεις και λασπώδεις. Τρέφεται με μαλακόστρακα και μικρά ψαράκια. Αλιεύεται από ανεμότρατες, παραγαδιάρικα και διχτυάρικα καΐκια. Το κρέας του είναι άσπρο και γίνεται εξαιρετική ψαρόσουπα.Το κεφάλι του είναι πλατύ, με έντονες ακμές. Το ρύγχος του είναι πλατύ, τα πλευρικά του πτερύγια είναι πλατιά και πολύ μεγάλα, φτάνουν το 1/3 του σώματός του και οι τρείς τελευταίες ακτίνες του είναι ελεύθερες. Το χρώμα του ποικίλει ανάλογα με το περιβάλλον που ζει. Το σύνηθες χρώμα του είναι κόκκινο στην ράχη του και άσπρο με κόκκινο στην κοιλιά του. Το ραχιαίο του πτερύγιο είναι ενιαίο και το ουραίο του είναι μεγάλο και διχαλωτό. Το μέγεθός του μπορεί να φτάσει μέχρι τα 60 εκατοστά.
-Κέφαλος: Οι κέφαλοι ζουν κατά κοπάδια κυρίως σε ρηχά νερά, μέσα σε λιμάνια, σε λιμνοθάλασσες και καμιά φορά ανηφορίζουν και στα ποτάμια. Κύρια τροφή τους είναι τα μαλάκια, τα μικρά καρκινοειδή και σκουλήκια που βρίσκονται σε φύκια και κοντά σε πέτρες. Ο Κέφαλος είναι ψάρι μήκους 30–70 εκατοστών. Φέρεται με πολλά ονόματα ανάλογα με την ηλικία και την ποικιλία τους. Όπως στειράδια (έτσι ονομάζονται οι αρσενικοί), μπάφες (τα αβγομένα θηλυκά άτομα), μυξινάρια, χρυσόχρωμοι κ.λπ. Διακρίνονται όμως σε δύο κύρια είδη. Το επίσημο όνομά του είναι "μουγίλος ο κέφαλος" (Mugil cephalus) και "μουγίλος ο χρυσόχρους (Mugil auratus). Έχουν γκριζομόλυβη ράχη, ασημιές πλευρές και ασημόλευκη κοιλιά με σκούρες καστανόχρωμες πλαϊνές γραμμές. τη βάση της ουράς. Ειδικά ο χρυσόχρωμος φέρει μια χρυσή βούλα πάνω από τα βραγχιακά επικαλύμματα. Γενικά το σώμα τους είναι μακρύ με ράχη λίγο πλατειά σκεπασμένη με μεγάλα λέπια. Το στόμα τους είναι μικρό με πολλά λεπτά δόντια ενώ τα χείλη τους είναι χοντρά και σκληρά. Το κάτω σαγόνι σχηματίζει ένα είδος τριγώνου με το πάνω πολύ χαρακτηριστικό. Τα κυριότερα δύο είδη ξεχωρίζουν πολύ εύκολα. Ο πλέον συνήθης γκρίζος κέφαλος έχει μάτια σκεπασμένα με βλέφαρα κάθετα που αφήνουν λεπτή σχισμάδα στη κόρη του ματιού. Το πέπλο αυτό φτάνει μέχρι το βραγχιακό επικάλυμμα. Αντίθετα, ο χρυσόχρωμος κέφαλος δεν έχει τέτοιο πέπλο στα μάτια του. Ο κέφαλος φθάνει σε ενηλικίωση στα 6-8 χρόνια και ο χρυσόχρωμος στα 4. Γεννούν στο πέλαγος από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Το κοινό αυγοτράραχο ‘’μπάφες’’, ενώ από τους κέφαλους γίνονται τα περίφημα καπνιστά "νίτικα", που τ΄ όνομά τους φανερώνει τη καταγωγή τους από το ‘’αινίτικα’’, δηλαδή τη πόλη Αίνο, της Ανατολικής Θράκης. Στις ελληνικές θάλασσες υπάρχουν άφθονοι και κυρίως στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου.
-Λαβράκι (Dicentrarchus spp): Ζει στη θάλασσα, αλλά και σε υφάλμυρα και εσωτερικά νερά. Το λαβράκι είναι ο κύριος κυνηγός της ακτής από την οποία σπάνια απομακρύνεται. Κυνηγά παντού, στον αφρό, στα μισόνερα αλλά και στον βυθό. Το συναντάμε σε κάθε λογής βυθό, στην άμμο, στη λάσπη, στα βότσαλα, στην πέτρα, στον βράχο, αρκεί να υπάρχει τόπος για καρτέρι και αφθονία τροφής. Το χειμώνα σε βαθύτερα νερά στη θάλασσα. Τρέφεται με άλλα ψάρια, γαρίδες, μαλάκια, αλλά και κανιβαλίζει, τρώγοντας νεαρά άτομα του είδους του. Τρώει και νεκρά ψάρια όταν τα βρει μπροστά του γι αυτό και μαζεύεται κάτω από ψαροκάϊκα, όπου καθαρίζουν τα δίχτυα τους οι ψαράδες και πετούν τα χαλασμένα ψάρια στην θάλασσα. Το λαβράκι, εκτός από το κυνήγι βρίσκει την τροφή του με την βοσκή, ψάχνοντας δηλαδή ανάμεσα στα φύκια, τα χορτάρια, τις πέτρες και τα χαλίκια για διάφορους οργανισμούς όπως καβούρια, γαρίδες, σκουλήκια, με αποτέλεσμα να καταπίνει και κομμάτια από φυτά. Οι βιότοποι που ευνοούν την ανάπτυξη αλλά και την παρουσία του λαβρακιού είναι οι λιμνοθάλασσες, όπου και παρατηρούνται μεγάλες συγκεντρώσεις αυτού του είδους. Υπάρχουν σε δύο είδη λαυρακιών. Το Dicentrarchus labrax που φθάνει σε μήκος το 1 μέτρο και του οποίου τα νεαρά άτομα φέρουν μελανά στίγματα, που με το χρόνο χάνονται και το Dicentrarchus punctatus, που φθάνει το 0,5 μ. και γενικά φέρει μελανά στίγματα. Γενικά ο χρωματισμός του είναι ασημένιος, με μπλέ ή πρασινωπή απόχρωση στη ράχη και το στόμα του προεκτείνεται ελαφρά. Τα ψάρια που ζουν σε περιοχή με πολλά φύκια και σε λιμνοθάλασσες χρωματίζονται με σκούρο καφέ ή πράσινο στη ράχη και χρυσό στα πλευρά τους. Ο οργανισμός του ψαριού αυτού αντέχει σε μεγάλες αλλαγές της αλατότητας του νερού, γι αυτό και το προσελκύουν οι λιμνοθάλασσες, οι εκβολές ποταμών, μέσα στα οποία επιβιώνει συχνά σε περιβάλλον με σχεδόν μηδενική αλατότητα. Στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου οι ψαράδες αποκαλούν το ψάρι αυτό χανίδι, όταν εμφανίζεται την άνοιξη κι έχει μήκος λίγα μόνο εκατοστά. Μέχρι τα 150 γρ. ονομάζεται τσιγκριδάκι, μέχρι τα 300 εκ. γίνεται τσιγκρίδι. Τα ψάρια του μισού κιλού λέγονται λαβρακόπουλα για να ονομαστούν μισολαύρακα στα 700 γρ. και μέχρι να φθάσουν τα 900 γρ. ονομάζονται γλιαράδες. Από δω και πέρα ονομάζονται λαβράκια και συνηθίζεται το πολύ μεγάλο λαβράκι να αποκαλείται απλώς ψάρι. Τον Ιανουάριο τα λαβράκια σχηματίζουν μικρά ή μεγάλα κοπάδια και μετακινούνται προς τους τόπους αναπαραγωγής τους. Τα κοπάδια αυτά αποτελούνται από ψάρια του ίδιου φύλου και συνήθως τα ψάρια έχουν το ίδιο μέγεθος. Στις ακτές πρώτα εμφανίζονται τα αρσενικά ψάρια που είναι και πιο μικρά από τα θηλυκά, σπάνια βρίσκουμε αρσενικό λαβράκι πάνω από 1500 γρ. Ψαρεύεται κυρίως στο βόρειο Αιγαίο, Θερμαϊκό και Πατραϊκό κόλπο.
-Μπακαλιάρος (Merluccius merluccius): Ζει τη μέρα κοντά στο βυθό, συνήθως σε βάθη 70-400μ., ενώ τη νύχτα εξορμά σε ρηχότερες περιοχές για να τραφεί με γαύρο, σαρδέλα, προσφυγάκι, γάδο, καλαμάρια, καρκινοειδή, αλλά και κανιβαλίζει. Κινδυνεύει από δελφίνια, ξιφίες, σκορπίνες, σαργούς και άλλα μεγαλύτερά του ψάρια. Έχει ασημένιο χρώμα, μεγάλο στόμα με κοφτερά δόντια, ευθύ πτερύγιο ουράς, τρία ραχιαία πτερύγια και ξεχωρίζει από το προσφυγάκι ( ) που έχει διχαλωτό πτερύγιο ουράς, και δύο πτερύγια ράχης. Συνήθως το μήκος του είναι 40 εκ., και με μέγιστο βάρος τα 15 κιλά. Αλιεύεται κυρίως στο Θρακικό πέλαγος, αλλά και στο Θερμαϊκό και Πατραϊκό κόλπο.
-Μπαρμπούνι (Mullus surmuletus): Ζεί σε πετρώδεις και βραχώδεις βυθούς, αλλά και σε άμμο ή μαλακότερα υποστρώματα. Έχει μουστάκια μακρύτερα από το θωρακικό του πτερύγιο, κοκκινωπό χρώμα, κόκκινες και καφέ ρίγες και σκουρόχρωμα σημάδια στο ραχιαίο πτερύγιο, ενώ το κεφάλι του έχει λιγότερο απότομη κλίση από εκείνο της κουτσομούρας (Mullus barbatus, είναι ροζ και δεν έχει ρίγες ούτε κηλίδες στο πτερύγιο). Συνήθως το μήκος του φτάνει τα 30 εκ., το μέγιστο βάρος του το 1 κιλό,ενώ έχει αναφερθεί ότι η μεγαλύτερη ηλικία του είναι τα 10 έτη. Το μπαρμπούνι είναι γνωστό και απ' την αρχαιότητα ως ‘’ Τρίγλη’’. Υπάρχουν δύο βασικές ποικιλίες. Ο μούλλος που το μήκος του δεν ξεπερνά τα 30 εκ. Ζει σε μικρά βάθη και κοντά σε βραχώδεις ακτές. Έχει αρκετά αναπτυγμένη την ικανότητα του μιμητισμού. Η άλλη ποκιλία ζει σε βάθη μέχρι και 200 μέτρα. Είναι πιο μεγάλο από το προηγούμενο, αλλά δεν είναι τόσο νόστιμο. Ο μούλλος είναι πιο συνηθισμένος στη Μεσόγειο θάλασσα, ενώ το άλλο είδος στον Ατλαντικό. Για τα μπαρμπούνια και την αξία τους στα αρχαία χρόνια και τη ρωμαϊκή εποχή αναφέρει και ο Σενέκας και άλλοι. Αλιεύεται κυρίως στο βόρειο Αιγαίο, Κυκλάδες, Κρήτη, Σποράδες και Πατραϊκό κόλπο. Στις Κυκλάδες του μοιάζει πολύ το συγγενικό είδος Upeneus pori, το οποίο έχει έρθει από την Ερυθρά θάλασσα, ως λεσεψιανός μετανάστης, μέσω της διώρυγας του Σουέζ.
-Λαβράκι (Dicentrarchus spp): Ζει στη θάλασσα, αλλά και σε υφάλμυρα και εσωτερικά νερά. Το λαβράκι είναι ο κύριος κυνηγός της ακτής από την οποία σπάνια απομακρύνεται. Κυνηγά παντού, στον αφρό, στα μισόνερα αλλά και στον βυθό. Το συναντάμε σε κάθε λογής βυθό, στην άμμο, στη λάσπη, στα βότσαλα, στην πέτρα, στον βράχο, αρκεί να υπάρχει τόπος για καρτέρι και αφθονία τροφής. Το χειμώνα σε βαθύτερα νερά στη θάλασσα. Τρέφεται με άλλα ψάρια, γαρίδες, μαλάκια, αλλά και κανιβαλίζει, τρώγοντας νεαρά άτομα του είδους του. Τρώει και νεκρά ψάρια όταν τα βρει μπροστά του γι αυτό και μαζεύεται κάτω από ψαροκάϊκα, όπου καθαρίζουν τα δίχτυα τους οι ψαράδες και πετούν τα χαλασμένα ψάρια στην θάλασσα. Το λαβράκι, εκτός από το κυνήγι βρίσκει την τροφή του με την βοσκή, ψάχνοντας δηλαδή ανάμεσα στα φύκια, τα χορτάρια, τις πέτρες και τα χαλίκια για διάφορους οργανισμούς όπως καβούρια, γαρίδες, σκουλήκια, με αποτέλεσμα να καταπίνει και κομμάτια από φυτά. Οι βιότοποι που ευνοούν την ανάπτυξη αλλά και την παρουσία του λαβρακιού είναι οι λιμνοθάλασσες, όπου και παρατηρούνται μεγάλες συγκεντρώσεις αυτού του είδους. Υπάρχουν σε δύο είδη λαυρακιών. Το Dicentrarchus labrax που φθάνει σε μήκος το 1 μέτρο και του οποίου τα νεαρά άτομα φέρουν μελανά στίγματα, που με το χρόνο χάνονται και το Dicentrarchus punctatus, που φθάνει το 0,5 μ. και γενικά φέρει μελανά στίγματα. Γενικά ο χρωματισμός του είναι ασημένιος, με μπλέ ή πρασινωπή απόχρωση στη ράχη και το στόμα του προεκτείνεται ελαφρά. Τα ψάρια που ζουν σε περιοχή με πολλά φύκια και σε λιμνοθάλασσες χρωματίζονται με σκούρο καφέ ή πράσινο στη ράχη και χρυσό στα πλευρά τους. Ο οργανισμός του ψαριού αυτού αντέχει σε μεγάλες αλλαγές της αλατότητας του νερού, γι αυτό και το προσελκύουν οι λιμνοθάλασσες, οι εκβολές ποταμών, μέσα στα οποία επιβιώνει συχνά σε περιβάλλον με σχεδόν μηδενική αλατότητα. Στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου οι ψαράδες αποκαλούν το ψάρι αυτό χανίδι, όταν εμφανίζεται την άνοιξη κι έχει μήκος λίγα μόνο εκατοστά. Μέχρι τα 150 γρ. ονομάζεται τσιγκριδάκι, μέχρι τα 300 εκ. γίνεται τσιγκρίδι. Τα ψάρια του μισού κιλού λέγονται λαβρακόπουλα για να ονομαστούν μισολαύρακα στα 700 γρ. και μέχρι να φθάσουν τα 900 γρ. ονομάζονται γλιαράδες. Από δω και πέρα ονομάζονται λαβράκια και συνηθίζεται το πολύ μεγάλο λαβράκι να αποκαλείται απλώς ψάρι. Τον Ιανουάριο τα λαβράκια σχηματίζουν μικρά ή μεγάλα κοπάδια και μετακινούνται προς τους τόπους αναπαραγωγής τους. Τα κοπάδια αυτά αποτελούνται από ψάρια του ίδιου φύλου και συνήθως τα ψάρια έχουν το ίδιο μέγεθος. Στις ακτές πρώτα εμφανίζονται τα αρσενικά ψάρια που είναι και πιο μικρά από τα θηλυκά, σπάνια βρίσκουμε αρσενικό λαβράκι πάνω από 1500 γρ. Ψαρεύεται κυρίως στο βόρειο Αιγαίο, Θερμαϊκό και Πατραϊκό κόλπο.
-Λυθρίνι (Pagellus erythrinus) : Είναι ψάρι της Μεσογείου και κυρίως των ελληνικών θαλασσών. Είναι βενθοπλαγικό ψάρι, ζει σε κοπάδια, κοντά στις ακτές που έχουν βράχια, χαλίκια, άμμο ή και λάσπη, ενώ το χειμώνα μετακινείται βαθύτερα. Τρέφεται κυρίως με μικρότερα ψάρια και καβούρια, γαρίδες, πολύχαιτους, γαστερόποδα, κεφαλόποδα. Έχει μήκος 20 - 50 εκ., χρώμα κόκκινο στη ράχη, κοκκινωπό στα πλευρά και ροζ στην κοιλιά. Τα σαγόνια του φέρουν μπροστά λεπτά δόντια. Το κάτω σαγόνι είναι μεγαλύτερο από το πάνω. Είναι από τα νοστιμότερα ψάρια. Συγχέεται εύκολα με τα άλλα είδη της οικογένειας των σπαριδών, γιατί μοιάζουν πολύ. Συγγενικά με το λυθρίνι. ψάρια είναι ο κεφαλάς ή πάγελος, το μουσμούλι, ο κεντρόλοντας, που έχει μεγάλα μάτια και μια μαύρη κηλίδα στην αρχή της πλάγιας γραμμής του, ο πάγελος ο μόρμυρος (κοινώς μουρμούρα), ο κάνθαρος (σκαθάρι), ο χρυσόφρυδος ο επίχρυσος (κοινώς τσιπούρα) κ.ά. Αλιεύεται σε όλες τις ελληνικές θάλασσες, κυρίως όμως στις Κυκλάδες, το Θρακικό πέλαγος, τις Σποράδες, τον Αργοσαρωνικό και τον Πατραϊκό κόλπο.
-Μαρίδα: Είναι ψάρι μικρό, που το μήκος του δεν ξεπερνά τα 20 εκατοστόμετρα. Ζει κοντά στην παραλία και σπάνια στην ανοιχτή θάλασσα και πάλι όμως όχι σε μεγάλο βάθος. Στην Ελλάδα οι πιο γνωστές είναι η μαρίδα η κοινή ή τσέρουλα κι η μαύρη μαρίδα. Και η μια και η άλλη ψαρεύονται με δίχτυα. Η μαύρη είναι πιο περιζήτητη απ' την κοινή, για το νόστιμο κρέας της. Η μαρίδα γίνεται πάντα τηγανιτή και τρώγεται ολόκληρη. Για το λόγο αυτό καλύτερες θεωρούνται οι μικρές. Η μαύρη ξεχωρίζει απ' την κοινή απ' το χρώμα. Η τσέρουλα έχει γκρίζο χρώμα, ενώ η μαύρη, χωρίς να είναι μαύρη, έχει πιο σκούρο χρώμα.-Μουρμούρα: Θα την συναντήσουμε κρυμμένη μέσα στις μικρές θολούρες που δημιουργεί σκάβοντας την άμμο για τους αγαπημένους της μεζέδες: μικρά ψάρια και καρκινοειδή.Η παρουσία της ξεκινάει από τις αρχές της άνοιξης και φθάνει μέχρι και το τέλος του Δεκεμβρίου με σταδιακό όμως σπάσιμο των κοπαδιών μετά τα μέσα του Νοέμβρη, οπότε υπάρχει και μια τελευταία εντυπωσιακή συγκέντρωση τέτοιων ψαριών στα παράκτια ρηχά κομμάτια. Το επίμηκες και ωοειδές σώμα της έχει μήκος 20-30 εκατοστών με μυτερό ρύγχος και σαρκώδη χείλη, το στόμα αρκετά ανεπτυγμένο και μάτια μικρά τοποθετημένα ψηλά στο κεφάλι, το οποίο είναι μεγάλο σε σχέση με το σώμα της. Έχει χρώμα ασημόγκριζο με 10-20 σκούρες κάθετες ραβδώσεις. Η ράχη είναι γκρι, τα πλευρά ασημί και η κοιλιά άσπρη. -Μπακαλιάρος (Merluccius merluccius): Ζει τη μέρα κοντά στο βυθό, συνήθως σε βάθη 70-400μ., ενώ τη νύχτα εξορμά σε ρηχότερες περιοχές για να τραφεί με γαύρο, σαρδέλα, προσφυγάκι, γάδο, καλαμάρια, καρκινοειδή, αλλά και κανιβαλίζει. Κινδυνεύει από δελφίνια, ξιφίες, σκορπίνες, σαργούς και άλλα μεγαλύτερά του ψάρια. Έχει ασημένιο χρώμα, μεγάλο στόμα με κοφτερά δόντια, ευθύ πτερύγιο ουράς, τρία ραχιαία πτερύγια και ξεχωρίζει από το προσφυγάκι ( ) που έχει διχαλωτό πτερύγιο ουράς, και δύο πτερύγια ράχης. Συνήθως το μήκος του είναι 40 εκ., και με μέγιστο βάρος τα 15 κιλά. Αλιεύεται κυρίως στο Θρακικό πέλαγος, αλλά και στο Θερμαϊκό και Πατραϊκό κόλπο.
-Μπαρμπούνι (Mullus surmuletus): Ζεί σε πετρώδεις και βραχώδεις βυθούς, αλλά και σε άμμο ή μαλακότερα υποστρώματα. Έχει μουστάκια μακρύτερα από το θωρακικό του πτερύγιο, κοκκινωπό χρώμα, κόκκινες και καφέ ρίγες και σκουρόχρωμα σημάδια στο ραχιαίο πτερύγιο, ενώ το κεφάλι του έχει λιγότερο απότομη κλίση από εκείνο της κουτσομούρας (Mullus barbatus, είναι ροζ και δεν έχει ρίγες ούτε κηλίδες στο πτερύγιο). Συνήθως το μήκος του φτάνει τα 30 εκ., το μέγιστο βάρος του το 1 κιλό,ενώ έχει αναφερθεί ότι η μεγαλύτερη ηλικία του είναι τα 10 έτη. Το μπαρμπούνι είναι γνωστό και απ' την αρχαιότητα ως ‘’ Τρίγλη’’. Υπάρχουν δύο βασικές ποικιλίες. Ο μούλλος που το μήκος του δεν ξεπερνά τα 30 εκ. Ζει σε μικρά βάθη και κοντά σε βραχώδεις ακτές. Έχει αρκετά αναπτυγμένη την ικανότητα του μιμητισμού. Η άλλη ποκιλία ζει σε βάθη μέχρι και 200 μέτρα. Είναι πιο μεγάλο από το προηγούμενο, αλλά δεν είναι τόσο νόστιμο. Ο μούλλος είναι πιο συνηθισμένος στη Μεσόγειο θάλασσα, ενώ το άλλο είδος στον Ατλαντικό. Για τα μπαρμπούνια και την αξία τους στα αρχαία χρόνια και τη ρωμαϊκή εποχή αναφέρει και ο Σενέκας και άλλοι. Αλιεύεται κυρίως στο βόρειο Αιγαίο, Κυκλάδες, Κρήτη, Σποράδες και Πατραϊκό κόλπο. Στις Κυκλάδες του μοιάζει πολύ το συγγενικό είδος Upeneus pori, το οποίο έχει έρθει από την Ερυθρά θάλασσα, ως λεσεψιανός μετανάστης, μέσω της διώρυγας του Σουέζ.
-Πεσκαντρίτσα ή Φανάρι (Lophius piscatorius): Βαθυπαραθενθικό ψάρι, συνήθως με μήκος τα 1,20 μ., και μπορεί να ζήσει μέχρι τα 24 έτη. Ζεί σε αμμώδεις και λασπώδεις βυθούς σε μεγάλα βάθη, μέχρι τα 1000 μέτρα, αλλά και ρηχότερα. Τρέφεται με γωβιούς, μπακαλιαράκια, καπονάκια και άλλα ψάρια, καθώς και με μαλακόστρακα, καλαμάρια, αλλά και θαλασοπούλια και κανιβαλίζει. Το σώμα της είναι επίπεδο και το κεφάλι της καλύπτει το μισό του σώματός της. Το στόμα της είναι τεράστιο και αποτελείται από πολλές σειρές με μυτερά δόντια. Στο ραχιαίο πτερύγιο της έχει μια μακριά ακτίνα σαν λοφίο η οποία στην άκρη της έχει ένα σάρκωμα που της χρησιμεύει για δόλωμα. Θάβεται στην άμμο και τεντώνει την ακτίνα και την κινεί προς όλες τις κατευθύνσεις και το σάρκωμα φαίνεται σαν ιδανικός μεζές για το ανυποψίαστο θύμα. Μόλις το ψάρι τσιμπήσει το δόλωμα τότε με μία αστραπιαία κίνηση το αρπάζει και το καταβροχθίζει. Το στομάχι της είναι επεκτάσιμο και μπορεί να φάει ψάρι ίσο με το σώμα της. Αλιεύεται από τράτες και διχτυάρικα. Ξεχωρίζει από τη Μαύρη Πεσκαντρίτσα (Lophius budegassa), από το χρωμα που έχει ανοιχτόχρωμη κοιλιά και τη σαρκώδη δισχιδή απόφυση με δύο φαρδιά πλατιά ελάσματα, ενώ η Μαύρη έχει μαύρη κοιλιά και απλή απόφυση. Αλιεύεται κυρίως στο βόρειο Αιγαίο και το Θρακικό πέλαγος.
-Ρίκι ή Λακέρδα ( Katsuwonus pelamis): Είναι η τοννοπαλαμίδα, πελαγικό, ωκεάνιο και κοσμοπολίτικο είδος, με συνηθισμένο μήκος τα 90 εκ., και μπορεί να ζήσει μέχρι και τα 12 έτη. Έχει σκουρα μπλέ-μοβ ράχη, ασημένια κοιλιά, με 4-6 λουρίδες στα πάγια. Τρέφεται με ψάρα, καρκινοειδή, μαλάκια, κεφαλόποδα, αλλά και κανιβαλίζει. Τρώγεται από καρχαρίες, θαλασσοπούλια και φάλαινες. Στην Ελλάδα αλιεύεται κυρίως στον Πατραϊκό κόλπο, στον Αργοσαρωνικό, Κρήτη και Κυκλάδες.
-Ροφός (Epinephelus marginatus ): Είναι μοναχικό είδος και ζει σε βραχώδεις βυθούς. Τρέφεται με σπάρους, καλογριές, χειλούδες, σαλιάρες, μουρμούρες κ.ά. Σε νεαρή ηλικία πλησιάζει τις ακτές και τρέφεται με χταπόδια και καβούρια. Έχει χρώμα κόκκινο-καφέ, διάσπαρτο με ανοιχτόχρωμες ή λευκές ακανόνιστες περιοχές και κηλίδες, και με λευκό περιθώριο στο ουραίο πτερύγιο. Συνήθως το μήκος του φτάνει τα 80 εκ., και μπορεί να ζήσει μέχρι και τα 50 χρόνια. Στην Ελλάδα –τρίτη χώρα στην αλιεία του μετά τη Σενεγάλη και την Ιταλία-, ψαρεύεται κυρίως στην Κρήτη, Δωδεκάνησα, Κ., και Β., Ιόνιο πέλαγος.
-Σαργός (Diplodus sargus sagus): Είναι βενθοπελαγικό ψάρι που ζει σε αλμυρά και υφάλμυρα νερά. Προτιμά, παράκτιες περιοχές, βραχώδεις βυθούς αλλά και τα λιβάδια της Ποσειδώνιας. Τρέφεται με βενθικά ασπόνδυλα, ενώ τρώγεται από το μελανάκρο καρχαρίνο κα τις λίτσες. Έχει γκρι-ασημένιο χρώμα με πέντε μαύρες και τέσσερις γκρίζες κάθετες λουρίδες στο σώμα του κι μια σκούρα γραμμή στο μίσχο της ουράς του. Ξεχωρίζει από τη σαργόπαπα ή τον αυλιά γιατί αυτό δεν έχει λουρίδες στο σώμα του και η γραμμή στο μίσχο της ουρά του είναι δακτυλίδι. Συνήθως, το μήκος του φτάνει τα 23 εκ.,, μέγιστο βάρος τα 2 κιλά και μπορεί να ζήσει μέχρι τα 10 χρόνια. Στην Ελλάδα ψαρεύεται κυρίως στο Θρακικό πέλαγος, Κυκλάδες, Πατραϊκό κόλπο, αλλά και στο Θερμαϊκό και Αργοσαρωνικό κόλπο.
-Σαρδέλα (Sardina pilchardus): Είναι ένα πελαγίσιο ψάρι, σχηματίζει κοπάδια σε βάθη 25-55 ή 100 μέτρα, ανεβαίνει στην επιφάνεια της θάλασσας τη νύχτα και βρίσκεται σε αφθονία στη Μεσόγειο (Αδριατική, ανατολική Μεσόγειο, θάλασσα Μαρμαρά, αλλά όχι στη Μαύρη Θάλασσα). Το επιστημονικό της όνομα είναι ΄΄σαρδίνη΄΄, καθώς αρχικά αλιευόταν στη Σαρδηνία. Το σώμα της είναι λεπτό και επίμηκες, με τριγωνικό κεφάλι και λαμπερά λέπια τα οποία βγαίνουν εύκολα. Η ράχη της έχει χρώμα πράσινο- μπλέ και το υπόλοιπο σώμα της είναι ασημένιο. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες της. Ξεχωρίζει από τη φρίσσα (Sardinella aurita, έχει χαρακτηριστική χρυσίζουσα γραμμή κατά μήκος των πλευρών και δεν έχει κηλίδες στο σώμα της ) και την παπαλίνα (Sprattus sprattus, δεν φέρει κηλίδες στο σώμα της ) από τις ακτινωτές ραβδώσεις που έχει το βραγχιακό κάλυμμα και φέρει κηλίδες στο σώμα ης. Η σαρδέλα συνήθως έχει μήκος τα 20 εκ., και έχει αναφερθεί ότι μπορεί να ζήσει μέχρι και τα 15 χρόνια. Τρέφεται συνήθως με φυτοπλαγκτό στις ελληνικές θάλασσες, ενώ η ίδια είναι λεία για τον τόννο, λούτσο, σκουμπρί, κολιό και άλλα ψάρια. Τα αυγά της εκκολάπτονται το καλοκαίρι. Η αλιεία της απαγορεύεται από το Δεκέμβριο έως το Μάρτιο. Ψαρεύεται κυρίως στο βόρειο Αιγαίο, αλλά και στον Αργοσαρωνικό και τον Πατραϊκό κόλπο.
-Σκουμπρί: Ζει στο πέλαγος σε μεγάλο βάθος και ανεβαίνει στην επιφάνεια μόνο για να βρει πλαγκτόν που είναι η τροφή του. Το σώμα του είναι επίμηκες, το χρώμα του είναι στην ράχη του πράσινο θαλασσί με σκούρες ραβδώσεις και στην κοιλιά και τα πλευρά είναι ασημί. Το στόμα του είναι μεγάλο με πολλά δόντια. Έχει δύο ραχιαία πτερύγια με το μπροστινό να είναι μεγαλύτερο του πίσω. Τα πλευρικά του και τα κοιλιακά του πτερύγια είναι κοντά και μικρά. Αλιεύεται από τράτες και γριγρί. Το κρέας του είναι σκούρο αλλά είναι νόστιμο και πλούσιο σε λιπαρά Ω3. Μαγειρεύεται ψητός στο φούρνο.
-Σμέρνα: Ζει σε βραχώδη μέρη του βυθού, αλλά και στα ήσυχα νερά της παραλίας. Έχει παρδαλά χρώματα, γλοιώδες και πλαδαρό σώμα χωρίς λέπια και πτερύγια στο στήθος και μοιάζει με φίδι. Το κεφάλι του είναι μικρό και σουβλερό και έχει δόντια μυτερά και σαρκοβόρα. Είναι πολύ επιθετικό και επικίνδυνο ψάρι. Το αίμα του είναι τοξικό, αλλά χάνει τις τοξικές του ιδιότητες με το ψήσιμο. Γίνεται νόστιμη σούπα.
-Συναγρίδα: Ζει κοντά στο βυθό και συνήθως σε βάθος μικρότερο από 30 μέτρα.Η συναγρίδα είναι σαρκοφάγο ψάρι και τρέφεται κυρίως με μικρότερα ψάρια καθώς και καρκινοειδή και μαλάκια. Το ψάρι αυτό είναι διαδεδομένο στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό από τη Μεγάλη Βρετανία μέχρι τις Κανάριους νήσους. Έχει επίμηκες, πλευρικά πεπιεσμένο σώμα και φτάνει σε μήκος το 1 μέτρο. Η ράχη του εμφανίζει καστανές και γαλαζωπές αποχρώσεις, ενώ τα πλευρά και η κοιλιά του είναι αργυρόχρωμα. Το κεφάλι του είναι σχετικά μεγάλο και φέρει προεξέχοντα μάτια. Τα μπροστινά του δόντια είναι ισχυρά και ορατά όταν το στόμα είναι μισόκλειστο. Το ενιαίο ραχιαίο πτερύγιο, φέρει αγκαθωτές ακτίνες και ουραίο διχαλωτό.
-Τσιπούρα: Κοινό όνομα για το γένος ψαριών που ανήκουν στην οικογένεια των σπάρων. Το πιο γνωστό είδος έχει το επιστημονικό όνομα "χρύσοφρυς ο επίχρυσος". Την ονομασία "χρύσοφρυς" (δηλ. με χρυσά φρύδια) την πήρε από τους χρυσίζοντες κύκλους που έχει γύρω στα μάτια του. Το ψάρι αυτό έχει ποικίλα λαμπρά χρώματα, τα οποία όμως χάνονται όταν βγει από το νερό. Το μήκος του σώματός του φτάνει τα 50-60 εκ. και το βάρος του 4-6 κιλά. Το σχήμα του σώματός του είναι ωοειδές. Ζει στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό. Το κρέας του είναι νόστιμο, γι` αυτό ψαρεύεται συστηματικά. Στην Ελλάδα αφθονεί σε όλα τα πελάγη και ιδιαίτερα στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου.
-Τόννος (Thunnus thynnus): Είναι πελαγικό, ωκεάνιο, αλλά και από τα περιζήτητα ψάρια. Η κοιλιά του στο κάτω μέρος των πλευρών του είναι λευκοασημένια. Τα Ραχιαία πτερύγιά του έχουν διαφορετικό χρώμα, με κίτρινο ή μπλέ το πρώτο, και κοκκινοκαφέ το δεύτερο Συνήθως, το μήκος του φτάνει τα 2 μέτρα και μπορεί τα ζήσει μέχρι τα 15 χρόνια. Ανέχεται μεγάλο εύρος θερμοκρασιών και αλατότητας. Σχηματίζει κοπάδια και τρέφεται με άλλα κοπαδιάρικα μικρότερα ψάρια, όπως σαρδέλα, γαύρο, ζαργάνα, σκουμπρί, αλλά και μαλάκια και, καρκινοειδή και ιχθυονύμφες. Τρώγεται από γλαυκοκαρχαρίες, θαλασσοπούλια και φάλαινες.
-Τόννος (Thunnus thynnus): Είναι πελαγικό, ωκεάνιο, αλλά και από τα περιζήτητα ψάρια. Η κοιλιά του στο κάτω μέρος των πλευρών του είναι λευκοασημένια. Τα Ραχιαία πτερύγιά του έχουν διαφορετικό χρώμα, με κίτρινο ή μπλέ το πρώτο, και κοκκινοκαφέ το δεύτερο Συνήθως, το μήκος του φτάνει τα 2 μέτρα και μπορεί τα ζήσει μέχρι τα 15 χρόνια. Ανέχεται μεγάλο εύρος θερμοκρασιών και αλατότητας. Σχηματίζει κοπάδια και τρέφεται με άλλα κοπαδιάρικα μικρότερα ψάρια, όπως σαρδέλα, γαύρο, ζαργάνα, σκουμπρί, αλλά και μαλάκια και, καρκινοειδή και ιχθυονύμφες. Τρώγεται από γλαυκοκαρχαρίες, θαλασσοπούλια και φάλαινες.
-Φαγκρί: Είναι μεταναστευτικό ψάρι και στην Ελλάδα έρχεται τη ζεστή εποχή, από την άνοιξη δηλ. μέχρι το φθινόπωρο. Προτιμά τις βαθιές θάλασσες από τα 50 μέτρα και πάνω. Τρέφεται με κοχύλια και μαλάκια. Το βάρος του φτάνει μέχρι και τα 20 κιλά. Έχει χρώμα ροζ και μοιάζει με το λυθρίνι. Το αρσενικό φαγκρί λέγεται και "κορωνάτο", γιατί στο κούτελό του φέρνει ένα εξόγκωμα, που μοιάζει με κορώνα. Το συναντάμε στις περισσότερες θάλασσες. Για ν' αποφύγει τα σκυλόψαρα, που είναι μεγάλοι εχθροί του το φαγκρί συχνά μένει κοντά στα κανάλια για μεγαλύτερη ασφάλεια ιδίως όταν αποθέτει τα αβγά του. Η γονιμοποίηση γίνεται τους καλοκαιρινούς μήνες και ιδίως τον Ιούνιο. Η καλύτερη ώρα του εικοσιτετράωρου για το ψάρεμα του φαγκριού είναι η αυγή και το πρωί ή οι φεγγαρόλουστες νύχτες. Ψαρεύονται τα φαγκριά με παραγάδι και με ειδικά δίχτυα τα φαγκρόδιχτα.
-Χάνος: Είναι πετρόψαρο και ζει σε πετρώδεις βυθούς και τρέφεται με σκουλήκια, κεφαλόποδα, και μικρά ψάρια. Το σώμα του είναι επίμηκες, φτάνει μέχρι μήκος 25 εκατοστών και το χρώμα του είναι πορτοκαλί με κάθετες γραμμές σε πιο σκούρο τόνο. Στο στόμα του η κάτω γνάθος είναι λίγο πιο μεγάλη από την άνω και γι' αυτό προεξέχει ελαφρά. Το ραχιαίο του πτερύγιο είναι ενιαίο και τα πλευρικά και τα κοιλιακά του πτερύγια είναι μεγάλα και λεπτά. Το ουραίο είναι κοφτό. Αλιεύεται με παραγάδι. Το κρέας του είναι εύγεστο και είναι ιδανικό για ψαρόσουπα.
-Χειλού: Ζει σε βραχώδεις περιοχές με πλούσια βλάστηση σε μικρό βάθος. Η τροφή της αποτελείται από μαλάκια και οστρακόδερμα.Το σώμα της είναι επίμηκες και συμπιεσμένο στα πλάγια. Τα χείλη της είναι σαρκώδη. Την συναντάμε σε διάφορες χρωματικές αποχρώσεις (πράσινο, κίτρινο, πορτοκαλί). Τα πτερύγια της είναι πλατιά και στρογγυλά. Αλιεύεται από τράτες και διχτυάρικα καΐκια. Το κρέας της είναι τρυφερό και κατά προτίμηση μαγειρεύεται για σούπα.
(κύριες πηγές:http://www.fishbase.gr, http://www. psarema.gr )