_______________

" In all things of Nature, there is something of the marvelous" (Aristotle -Parts of Animals, I.645A16)

" Nature ......loves simplicity and unity" ( J. Kepler -Apologia)


****** Για το Περιβάλλον, τη Βιώσιμη Προοπτική και ......άλλα Σημαντικά!

(http://sites.google.com/site/perivalloncom/
http://www.perivallon.com, http://envifriends2.blogspot.com, http://envifriends.blogspot.com)
_______________

* ΦΥΣΗ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ----- * ΑΝΘΡΩΠΟΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΑ -

- Ο ΚΑΙΡΟΣ -

- Νερόμυλος: Πολύ παλιά πολιτιστική κληρονομιά

(πηγή: σταχυολόγηση από http://www.neromylos-nikola.gr/perigrafh_neromyloy.htm , http://trikomogrebenon.blogspot.gr/2013/05/blog-post_31.html,  http://www.neromylos-morogianni.gr/leitourgia.php, http://www.paliakavala.gr/neromylos.pdf). ‘’Με κουβαλητό νερό, μύλος δεν γυρίζει’’ –παροιμία Θράκης.
Η ιστορία του νερόμυλου αρχίζει με την νερομηχανή, που αναφέρεται χωρίς λεπτομέρειες σε επιγραφές των Σουμερίων. Πιστεύεται ότι τότε χρησιμοποιήθηκαν τροχοί με φτερά από κεραμικές πλάκες για υδροδότηση και πιθανόν για άλεση σιταριού. Ο παλιότερος γνωστός νερόμυλος αναφέρεται ως ‘’Υδραλέτης’’ από το Στράβωνα. Βρισκόταν κατά την παράδοση στα Κάβειρα, στο παλάτι του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄ του Ευπάτορα, όπου το 64 π.Χ. τον είδαν οι Ρωμαίοι κατακτητές. Ο Βιτρούβιος στο έργο του περί αρχιτεκτονικής τον περιγράφει, ενώ ο Πλίνιος τον αναφέρει ως νέα μηχανή. Οι Ρωμαίοι, στην εποχή του Διοκλητιανού (284–303 μ.Χ.) το σιτάρι το αλέθουν με χειρόμυλους ή στην καλύτερη περίπτωση με μύλους που τους κινούσαν βόδια. Ο ανεμόμυλος ακόμη δεν είχε εφευρεθεί και οι νερόμυλοι θεωρούνταν αξιοπερίεργο κατασκεύασμα.
Αν και ο νερόμυλος αποτελεί αναντίρρητα εφεύρεση του αρχαίου κόσμου δεν είχε σημαντική χρήση στο μεσαίωνα. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ο νερόμυλος δεν ήταν από την αρχή η τέλεια μηχανή δουλειάς, που θεωρούσαν δεδομένη. Η χρήση του παρεμποδίζονταν για μακρά περίοδο, όχι όμως από έλλειψη ενδιαφέροντος στη μηχανολογική και τεχνολογική πρόοδο, αλλά από σοβαρά μειονεκτήματα στην κατασκευή του. Τον 6ο μ.Χ. αιώνα κατασκευάστηκαν από τον Βελισάριο μύλοι πάνω σε πλοία που δούλευαν με τη ροή του ποταμού Τίβερη κατά την πολιορκία της Ρώμης από τους Γότθους, ενώ αργότερα στη ΒΔ Ευρώπη, αλλά και το νησί του Μουράνο στη Βενετία χρησιμοποιήθηκε η κίνηση της παλίρροιας, καθώς το νερό ανεβαίνει ή κατεβαίνει. Στη Χαλκίδα αναφέρεται επίσης από τους περιηγητές η λειτουργία νερόμυλων με την κίνηση της παλίρροιας. Δεν υπάρχει χωριό στην Ευρώπη από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια που να μην έχει τον μυλωνά του και ένα τροχό που να κινείται με τη ροή του νερού.
Ο νερόμυλος αποτελεί σταθμό της Ιστορίας της Τεχνολογίας γιατί είναι η πρώτη μηχανή που κινήθηκε με τη βοήθεια φυσικής πηγής ενέργειας, το νερό, αντικαθιστώντας τον άνθρωπο ή τα ζώα που κινούσαν ως τότε τους μύλους. Στον Ελληνικό χώρο (μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, αναφέρονταν 6.000 νερόμυλοι σε όλη την επικράτεια) λειτούργησαν δύο τύποι νερόμυλοι. Ο ‘’Ρωμαϊκός’’ με την όρθια εξωτερική φτερωτή (όπου η ροή του νερού ήταν μεγάλη) και κυρίως ο ‘’Ανατολικός’’ ή ‘’Ελληνικός’’ με τη μικρότερη εσωτερική οριζόντια φτερωτή ( όπου η ποσότητα του νερού ήταν μικρή και γινόταν εκμετάλλευση πίεσης από εκτόξευση ή υδατόπτωση). Ο νερόμυλος με την οριζόντια φτερωτή φαίνεται ότι διαδόθηκε γρήγορα στο Βυζαντινό κράτος και ως το τέλος της λειτουργίας του δεν παρουσίασε σημαντική εξέλιξη. Στους οριζόντιους νερόμυλους που λειτουργούσαν με λίγο νερό, ήταν απαραίτητη η παράλληλη κατασκευή έργων υποδομής συγκέντρωσης, αποθήκευσης και διοχέτευσης του νερού (δηλαδή νεροκράτες, λίμνες, αγωγοί, αυλάκια, γέφυρες, δεξαμενές, βαγένια, κάναλοι), των οποίων η αξία ήταν πολλές φορές σημαντικότερη από την αξία του ίδιου του μύλου.......(για τη συνέχεια)
Με την πάροδο του χρόνου γενικεύτηκε η χρήση της υδραυλικής ενέργειας με την εφεύρεση πολλών σύνθετων μηχανισμών κι έτσι ο ρόλος της εξελίχθηκε σε πρωταρχικό για την τεχνολογία και την οικονομία. Η μετάδοση της κίνησης από τη φτερωτή προς το μηχανισμό που κινούσε και ανάλογα με τον τρόπο λειτουργίας του γινόταν με συστήματα αξόνων και γραναζιών, αν έπρεπε να παραμείνει κυκλική (π.χ. μύλοι), ή με τη βοήθεια εκκεντροφόρου (π.χ. μαντάνια), ή στροφαλοφόρου (π.χ. νεροπρίονα) άξονα, αν μετατρεπόταν σε παλινδρομική. Στην Ελλάδα ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η υδραυλική ενέργεια κινούσε μηχανισμούς μύλων (αλευρόμυλοι, μπαρουτόμυλοι, ταμπακόμυλοι), νεροπρίονων, μαντανιών, λιοτριβιών κ.ά., για άλεσμα, πριόνισμα, κρούση, τριβή και σύνθλιψη, για παραγωγή των αντίστοιχων προϊόντων.
Από την αρχαιότητα, το ψωμί ήταν το σημαντικότερο, το κυρίαρχο και πρωταρχικό στοιχείο διατροφής και επιβίωσης των Ελλήνων μέχρι πρόσφατα. Έτσι οι μύλοι και προ παντός οι νερόμυλοι συνδέονται άμεσα και ευρύτατα με τη μεταποίηση των δημητριακών σε αλεύρι και είναι στενά συνυφασμένοι με τη ζωή του ελληνικού λαού. Στην Ελλάδα, οι νερόμυλοι λειτούργησαν από πολύ νωρίς. Αναφέρονται σε πολλά χρυσόβουλα και αυτοκρατορικές γραφές. Αναφέρονται ακόμη και τα έργα που συνοδεύουν το νερόμυλο, τα μυλαύλακα (αγωγοί, δρόμοι ύδατος), οι ενοικιάσεις και οι πωλήσεις των μύλων και οι συχνές προστριβές με τους παρακείμενους γεωργούς ιδιοκτήτες, κατά την παροχέτευση από «τον δρόμον του ύδατος» του νερού προς το μύλο. Οι κάτοικοι του βυζαντινού χωριού εκτός από τα ζώα και τα γεωργικά τους εργαλεία είχαν νερόμυλους και μύλους, στους οποίους χρησιμοποιούσαν ζώα για κινητήρια δύναμη. Ένας από τους αρχαιότερους γνωστούς νερόμυλους της Ευρώπης είναι της αρχαίας Αγοράς στην Αθήνα, που δούλευε από το 450–580 μ.Χ. Βυζαντινός θεωρείται και ο νερόμυλος της Βόλβης. Στην Κρήτη ήταν γνωστοί οι νερόμυλοι κατά τη β΄ Βυζαντινή περίοδο. Στον Αρμυρό Ηρακλείου αναφέρονται ότι το 1415 μ.Χ., υπήρχαν πολλοί νερόμυλοι, που ανήκαν στο Βενετικό δημόσιο. Κατά την τουρκοκρατία υπήρχε και ειδικός φόρος για τους νερόμυλους, που καταβάλλονταν σε είδος και σε χρήμα. Ο αριθμός των νερόμυλων από τους οποίους σώζονται ίχνη ξεπερνά τις 20.000 στην Ελλάδα. Μετά την επανάσταση του 1821 μ.Χ., στα όρια του τότε ελληνικού κράτους βρέθηκαν 6.000 νερόμυλοι, από τους οποίους 5.500 περιήλθαν στο δημόσιο, κατά τα ¾ καταστραμμένοι. Ο Π. Μωραϊτίνης ανεβάζει τους μύλους το 1869 σε 3.000. Καταγραφή των νερόμυλων στην Ήπειρο και τη Μακεδονία που ανήκαν τότε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έκανε ο ταγματάρχης του μηχανικού Ν. Σχινάς στο έργο «Οδοιπορικαί σημειώσεις» το 1886 – 1887. Νερόμυλους στην τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα αναφέρει ο Χ. Μακρίδης στον «Οδηγό της Ελλάδος». Από το 1905 –1930 τους νερόμυλους του ελληνικού χώρου κατέγραψε ο Ν. Ιγγλέσης.
Οι ελληνικοί νερόμυλοι συνήθως λειτουργούσαν με ένα ζευγάρι μυλόπετρες (με ένα μάτι, μονόφθαλμοι), ενώ σπανιότερα, όπου υπήρχε νερό με μεγάλη δύναμη, με δυο (με δυο μάτια, διόφθαλμοι) ή και με περισσότερα ζευγάρια μυλόπετρες. Για το λόγο αυτό αιώνιοι αντίζηλοι των αγροτών για το νερό ήταν οι μυλωνάδες. Στον ανταγωνισμό τους οι αγρότες ήταν εκείνοι που τις περισσότερες φορές αναγκάζονταν να υποχωρήσουν και να χρησιμοποιήσουν τα νερά ελάχιστες μέρες της εβδομάδας και συχνά το βράδυ, ώστε να μην εμποδίζεται η σωστή λειτουργία των μύλων. Όπου υπήρχαν εξίσου οι προϋποθέσεις να λειτουργήσει νερόμυλος και ανεμόμυλος προτιμούσαν πάντοτε τον πρώτο γιατί, εκτός των άλλων, υπήρχε η πεποίθηση ότι ο νερόμυλος κάνει καλύτερο αλεύρι.
Γενικά παρατηρούμε ότι υπήρχε προτίμηση προς το νερόμυλο ακόμα και σε μέρη, όπου οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για την ανάπτυξη του ανεμόμυλου, επειδή η δαπάνη, οι δυσκολίες και ο χρόνος της κατασκευής του ήταν πολύ μικρότερες, η λειτουργία του δεν ήταν εξαρτημένη από τις καιρικές συνθήκες, ώστε να επηρεάζεται η ποιότητα και η ποσότητα του παραγόμενου αλέσματος, οι κίνδυνοι ήταν λιγότεροι, ενώ οι και οι φθορές του μύλου ελάχιστες και ο κόσμος του μυλωνά μικρότερος. Ακόμη δεν υπήρχαν περιορισμοί ανέγερσης άλλων κτισμάτων κοντά και μπορούσε να συνδυαστεί με την κατοικία της οικογένειας του μυλωνά. Τέλος, υπήρχε σε πολλά μέρη διαδεδομένη η πεποίθηση ότι ο νερόμυλος κάνει …..το καλύτερο αλεύρι.
Μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αι. οι ανάγκες του αγροτικού κυρίως πληθυσμού στο βασικότερο είδος της διατροφής, το αλεύρι, καλυπτόταν από το παραδοσιακό δίκτυο ανεμόμυλων και νερόμυλων. Περιπτώσεις κατά τις οποίες νερόμυλοι εξελίσσονται σε εργοστάσια είναι ελάχιστες. Ο νερόμυλος μπαίνει οριστικά στο περιθώριο μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όταν η επέκταση του οδικού δικτύου έφερε πιο κοντά τα αστικά κέντρα, όπου εγκαταστάθηκαν αλευρόμυλοι, στα απομακρυσμένα χωριά των ορεινών περιοχών.Οι πρώτοι ατμόμυλοι που λειτούργησαν κατά τη δεκαετία του 1860 στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της εποχής, εξαπλώθηκαν σε περισσότερες πόλεις. Αυτό έγινε, επειδή σε ορισμένα κέντρα ο αστικός πληθυσμός ξεπέρασε το όριο, το οποίο μπορούσε να καλυφθεί από τα παραδοσιακά μέσα επεξεργασίας των δημητριακών. Από εδώ και πέρα η παρακμή των νερόμυλων, όσοι τουλάχιστον βρίσκονταν κοντά σε αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα, ήταν αναπόφευκτη.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά, όπου υπήρχε νερό, κτίστηκαν χιλιάδες νερόμυλοι. Χρησιμοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο για το άλεσμα των δημητριακών και λιγότερο ως ταμπακόμυλοι (βυρσοδεψεία), ως μπαρουτόμυλοι ή για το άλεσμα οικοδομικών υλικών. Οι νερόμυλοι ήταν ιδιόκτητοι ή μοναστηριακοί, που νοικιάζονταν σε επαγγελματίες μυλωνάδες. Το μίσθωμα πληρωνόταν με ποσοστό επί των εισπράξεων ή σε είδος (αλεύρι ή δημητριακά). Συχνά το κτίσιμο ενός νερόμυλου συνοδευόταν και από το κτίσιμο της κατοικίας του μυλωνά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν, σε αρκετές περιοχές, μυλοχώρια, όπου το κάθε σπίτι είχε και το νερόμυλό του. Περίπου 400 νερόμυλοι υπήρχαν στην Αρκαδία. Ακόμα υπήρχαν πάνω από 100 νερόμυλοι, μπαρουτόμυλοι και νεροτριβές κατά μήκος του Λούσιου.  Στην περιοχή της Δημητσάνας οι πρώτοι νερόμυλοι άρχισαν να εμφανίζονται το 16ο αιώνα. Οι μυλόπετρες που χρησιμοποιούνταν προέρχονταν από τη Μήλο. Τις έφερναν σε κομμάτια και τις συναρμολογούσαν επί τόπου δένοντάς τες με τσέρκια (μεταλλικά στεφάνια). Η φτερωτή ήταν οριζόντια και εσωτερική. Η αλεστική ικανότητα ενός μύλου έφτανε περίπου τις 100 οκάδες/ώρα και, με το 12ωρο που δούλευαν, η ημερήσια παραγωγή έφτανε τις 1.200 οκάδες. Οι μύλοι συνήθως εξυπηρετούσαν τις τοπικές ανάγκες και άλεθαν κυρίως κριθάρι και σμιγάδι (μείγμα από σιτάρι-κριθάρι) και σπανιότερα καλαμπόκι, σιτάρι και ζωοτροφές.  Στην επαρχία της Μεγαλόπολης λειτούργησαν μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια 65 υδροκίνητες μονάδες. Οι περισσότεροι νερόμυλοι εγκαταλείφθηκαν απ’ τη δεκαετία του 1950.
Η αρχιτεκτονική των νερόμυλων ακολουθούσε κατασκευαστικά και μορφολογικά την τοπική παράδοση. Ο αλεστικός νερόμυλος είναι πιθανότατα εξέλιξη των όρθιων αντλητικών τροχών υδροδότησης των πρώτων οργανωμένων οικιστικών συνόλων και των καλλιεργειών τους στις εύφορες κοιλάδες των ποταμών της Μεσοποταμίας. Διαδόθηκε απ’ τους Ρωμαίους τον 1ο μ.Χ. αιώνα σε Ανατολή και Δύση, επιβιώνοντας ως τα μέσα του 20ού αιώνα. Στις πολυποίκιλες εφαρμογές του, όπως είναι ο ζαχαρόμυλος, ο χαρτόμυλος, ο ρυζόμυλος, ο μπαρουτόμυλος τα νεροπρίονα, τα υδροκίνητα ακονιστήρια κι ο σιδερόμυλος, το λιοτρίβι κ.ά., ο αλεστικός νερόμυλος αναμφίβολα κατέχει την πρώτη θέση με τη συμβολή του στην άλεση των καρπών της γης σε αλεύρι, το βασικό είδος διατροφής του ανθρώπου. Τα κτίσματα των υδροκίνητων εργαστηρίων είναι απλά, με στοιχεία στη δόμηση και στέγαση ανάλογα με την τοπική αρχιτεκτονική. Ο σταυρός, τα αρχικά του ονόματος ιδιοκτήτη και η χρονολογία κατασκευής του μύλου χαράσσονται συνήθως σε πλάκα πάνω απ’ την είσοδο του νερόμυλου. Αντίστοιχα, στους ευρωπαϊκούς νερόμυλους, που συνήθως ανήκαν στους τοπικούς άρχοντες ή σε εκκλησιαστικά κέντρα, υπάρχει το σχετικό εραλδικό σύμβολο. Το δίκαιο του νερού όριζε αυστηρά τη χρήση του για τη λειτουργία του νερόμυλου, σε συνδυασμό με το πότισμα των καλλιεργειών.
Και λίγα για την περιγραφή ενός νερόμυλου: Ο μηχανισμός του νερόμυλου αποτελείτο από δύο μέρη: το κινητικό (η φτερωτή και τα εξαρτήματά της), και το αλεστικό (τις μυλόπετρες με τα εξαρτήματα λειτουργίας). Υπήρχαν και βοηθητικά συστήματα, π.χ. ρύθμισης των μυλόπετρων, μεταφοράς και μετατροπής της κίνησης, σταματήματος και άλλα., τα οποία παρουσίαζαν διαφορές από περιοχή σε περιοχή. Οι μυλόπετρες, που ήταν το κύριο εξάρτημα κάθε μύλου, προέρχονταν κατά κανόνα από το νησιωτικό τρίγωνο Μήλου, Κιμώλου, Πολυαίγου, που τα εδάφη τους είναι ηφαιστειογενή. Αυτές ήταν οι καλύτερες, αλλά και οι ακριβότερες. Κατασκευάζονταν βέβαια και από διάφορα τοπικά πετρώματα, όπως από στουρναρόπετρα της Ηπείρου  ή από μυλόπετρα της Φώκαιας της Μικράς Ασίας, αλλά ήταν κατώτερης ποιότητας. Οι μικρές οριζόντιες φτερωτές αρχικά ήταν κατασκευασμένες ξύλινες, που αποτελούνταν από ένα σκελετό σταυροειδή και την περιφερειακή ρόδα, όπου ήταν στερεωμένα τα φτερά (κουταλάκια) ,στα οποία κτυπούσε το νερό. Οι μορφές τόσο του σκελετού όσο και των κουταλιών διέφεραν από τόπο σε τόπο και κατασκευάζονταν επί τόπου με τα άλλα ξύλινα εξαρτήματα. Αργότερα, προστέθηκαν στις φτερωτές μεταλλικά στοιχεία (τσέρκια κ.ά.), ώστε να γίνουν πιο γερές, για να καταλήξουν τελικά σε πολλών μορφών μεγέθη σιδερένιες, που κατασκευάζονταν σε μηχανουργεία και έρχονταν έτοιμες στο μύλο. Την ίδια περίπου πορεία ακολουθούσαν και οι όρθιες. Σημαντική εξέλιξη υπήρχε και στα βαγένια: αρχικά ήταν κι αυτά ξύλινα και κατασκευάζονταν επί τόπου, όπως ακριβώς και τα βαρέλια (βαγένι = βαρέλι). Οι διαστάσεις και η μορφή τους ποίκιλλαν: από λεπτά μακρόστενα ως κοντά και χοντρά, ανάλογα με το ύψος που έφτανε το νερό και την ποσότητα που είχε. Πάντοτε στο πάνω μέρος τους είχαν πιο μεγάλη διάμετρο. Με το πέρασμα του χρόνου, κυρίως όμως επειδή τα ξύλινα χρειάζονταν συνεχή συντήρηση και επισκευές, μετατράπηκαν και αυτά σε μεταλλικά από λαμαρίνα ή από έτοιμες σωλήνες. Και τα ξύλινα και τα μεταλλικά βαγένια ήταν στερεωμένα σε χτιστή πέτρινη κρέμαση, στην οποία κατέληγε το νεραύλακο, ή στην κεκλιμένη απόληξη υδραγωγείου.
Ειδικότερα τα τμήματα ενός νερόμυλου είναι τα ακόλουθα: Η δέση, το μυλαύλακο (φυσικό και τεχνητό), η κόφτρα, η παλουκαριά, το μυλοβάγενο, ο κορμός, τα πετσώματα, το σιφούνι (σιφώνι), η χούρχουρη (χούνη), η καντάνη (κολόκα), η μπάλα (μπίλια), ο άξονας, το αβρόχι, η φτερωτή, οι μυλόπετρες ή μυλόλιθοι, η γούλη, η χελιδόνα, το επανωμύλι, η σκαφίδα, το καρπολόι, το βαρδάρι, η αλευροθήκη, ο γύρος, ο σταματήρας, ο σταυρός και το κτίριο.  Μακριά από το νερόμυλο (500-1500μ περίπου) και σε κατάλληλη τοποθεσία, ο μυλωνάς φτιάχνει ένα φράγμα μέσα στο ποτάμι. Κόβει δηλαδή ένα μέρος του ποταμίσιου νερού και το κατευθύνει σε άλλη κοίτη. Το φράγμα αυτό οι μυλωνάδες το λένε ‘’Δέση’’. Από εδώ λοιπόν που αρχίζει και παίρνει την κινητήρια δύναμη το νερό, αρχίζουν και τα σύνορα, η περιοχή ας πούμε του νερόμυλου. Η κατασκευή της προϋποθέτει ορισμένες γνώσεις καθώς και τα απαραίτητα εργαλεία και υλικά. Μέσα στο ποτάμι και σε άνοιγμα τόσο, όσο νερό χρειάζεται να παίρνει ο μύλος, τοποθετούν χοντρούς πασσάλους από πεύκα ή πλατάνια ή από άλλα σκληρά δένδρα μήκους 2-3 μ. και σε απόσταση 1-2μ. το ένα από το άλλο. Αυτά τα στερεώνουν καλά μέσα στο χώμα, γιατί αποτελούν το πιο σπουδαίο μέρος της δέσης. Η δέση γίνεται πάντοτε το καλοκαίρι, όταν το ποτάμι δεν έχει πολύ νερό. Οι χοντροί αυτοί κορμοί λέγονται και «μάννες». Από τη δέση το νερό εισέρχεται στην κοίτη του μυλαύλακου.
Το ‘’Μυλαύλακο’’ είναι ένα αυλάκι, που αρχίζει από την δέση και τελειώνει στην καρούτα (κάδη, βαρέλια του νερόμυλου).Το πλάτος του δεν είναι σταθερό, αλλά εξαρτάται από τη μικρή ή μεγάλη «κρέμαση» ή «κάναλη». Συνήθως τα μυλαύλακα κυμαίνονται μεταξύ του ενός έως 1,50μ. περίπου στο πλάτος και ενός έως τριών μ. στο βάθος. Στην αρχή του αυλακιού, φτιάχνουν μια ‘’Αμπουριά’’, ένα φράχτη κάπως στερεό και σταθερό από διάφορα ξύλα βαλμένα σταυρωτά. Η αμπουριά αυτή είναι χρήσιμη γιατί εμποδίζει το πέρασμα στα χοντρά ξύλα ή άλλα αντικείμενα που φέρνει το νερό και όταν μπουν στο αυλάκι εμποδίζουν την κανονική ροή του, αλλά βοηθά επίσης στο να φτάνει το νερό στα καρούτια (βαρέλια) καθαρό. Ένα δεύτερο πράγμα απαραίτητο στο μυλαύλακο είναι η ‘’Κόφτρα’’, που βρίσκεται πιο μακριά απ’ το νερόμυλο. Επειδή το χειμώνα υπάρχει πολύ νερό και είναι δυνατόν να προξενήσει ζημιές στο μύλο, κοντά στην αμπουριά κόβουν το αυλάκι και ανοίγουν ένα στόμιο, από το οποίο περνά το παραπανίσιο νερό και οδηγείται πάλι στο ποτάμι. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη κόφτρα που είναι πολύ κοντά στον μύλο, την οποία χρησιμοποιεί ο μυλωνάς για να διοχετεύει όλο το νερό του αυλακιού προς το ποτάμι, να εργάζεται ανενόχλητα και να μην βρέχεται απ’ το νερό, όταν θέλει να επισκευάσει διάφορα εξαρτήματα του μύλου. Όταν το νερό πλησιάζει στο μύλο, πρέπει οπωσδήποτε να περάσει από τα ‘’Καρούτια’’ (κάδες ή βαρέλια). Παλιότερα γίνονταν από ξύλο και αργότερα από τσίγκο ή τσιμέντο. Τα καρούτια στον κάθε νερόμυλο, μπορεί να είναι ένα ή δύο, ανάλογα με το μέγεθος και τον αριθμό των μυλόπετρων. Παίρνουν την κατάλληλη λοξή θέση ακουμπώντας το επάνω μέρος σε τσιμεντένια πλάκα και το κάτω σε μια πέτρα ή ξύλο που λέγεται ‘’Κολοβούτς’’. Στο κάτω μέρος του κολοβούτς μπαίνει ένα πρόσθετο και ειδικά φτιαγμένο ξύλινο και κυκλικό εξάρτημα,, το οποίο λέγεται ‘’Σφουναριά’’, στο κέντρο της οποίας υπάρχει ένα ‘’Σιφούνι’’ ( σφουν). Με το σιφούνι που είναι ένα πολύ σπουδαίο εξάρτημα της βαρέλας ο μυλωνάς κανονίζει την ποσότητα του νερού που θα βγαίνει απ’ το βαρέλι, καθώς και την κατεύθυνσή του, που οι μυλωνάδες την λένε λαμπάδα. Η ‘’Λαμπάδα’’ ρυθμίζεται κατά τέτοιο τρόπο που να χτυπά στο κατάλληλο σημείο της φτερωτής για να δίνει την κίνηση. Από το μέγεθος της διαμέτρου που έχει το σιφούνι, εξαρτάται και η απόδοση σε αλεύρι του μύλου. Σ’ αυτό συντείνουν επίσης η μεγάλη κρέμαση-κάναλη (ύψος υδατόπτωσης) και οι μεγάλες μυλόπετρες. Σε βάθος ενός περίπου μέτρου, υπάρχει ένας μικρός θολωτός θάλαμος το ‘’Ζουριό’’, που κοντά του είναι η φτερωτή. Στο κάτω μέρος αυτού του θαλάμου, παράλληλα και κατά μήκος των τοιχωμάτων, τοποθετούνται δυο χοντροί κορμοί δένδρων, μήκους 80εκ. περίπου. Στη μέση αυτών των παράλληλων κορμών χαράζουν μια υποδοχή, μέσα στην οποία τοποθετείται εφαρμοστά ένας άλλος πελεκημένος και τετραγωνισμένος κορμός που λέγεται ‘’Ταμπάνι’’, ενώ οι δυο παράλληλοι κορμοί λέγονται ‘’Προσκέφαλα’’. Πάνω λοιπόν στα προσκέφαλα στηρίζεται το ταμπάνι. Τα προσκέφαλα και το ταμπάνι αποτελούν τη βάση του μύλου. Ακριβώς πάνω από τη βάση και σε ύψος 1,50μ. περίπου γίνεται η ‘’Στρώση’’, στο σημείο που πέφτει το νερό και χτυπά τη φτερωτή. Το νερό όμως δεν περνά πάνω από το πάτωμα, γιατί αυτό γίνεται με κορμούς δένδρων και σανίδια. Έτσι, το μέρος σκεπάζεται καλά και δεν περνά ούτε μια σταγόνα νερού. Αυτή είναι η στρώση. Στο κέντρο της φτερωτής ανοίγουν μια στρογγυλή οπή, από την οποία περνά το ‘’Αδράχτι’’, ο κεντρικός δηλαδή άξονας της κίνησης. Το αδράχτι παλαιότερα γινόταν με ξύλο, αργότερα όμως αντικαταστάθηκε με μέταλλο που δεν υφίσταται γρήγορη φθορά. Επάνω τώρα στη στρώση κι ακριβώς στο κέντρο του ταμπανιού, τοποθετείται η κάτω μυλόπετρα, στερεώνεται καλά και προπαντός αλφαδιάζεται για να μη γέρνει. Στο κέντρο της μυλόπετρας, που μένει ακίνητη, κάνουν μια οπή τετράγωνη. Εδώ προσέχουν ώστε η τετράγωνη αυτή οπή να είναι ακριβώς στην ίδια κατακόρυφο με την τετράγωνη υποδοχή του ταμπανιού της βάσης. Στην υποδοχή του ταμπανιού στερεώνεται ένα σίδερο σχήματος ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου. Το σίδερο αυτό λέγεται ‘’Κάβουρας’’ και είναι από ατσάλι για να αντέχει στην τριβή και να μη φθείρεται. Στο κέντρο αυτού του σίδερου υπάρχει μια μικρή οπή, στην οποία στηρίζεται ο κεντρικός άξονας κίνησης, το αδράχτι. Είναι ένα πολύ σπουδαίο εξάρτημα του μύλου, γιατί χωρίς αυτό καμία κίνηση δεν γίνεται στο μύλο. Στο κάτω μέρος στερεώνουν ένα κομμάτι σίδερο ατσάλινο και μυτερό που λέγεται ‘’Κεντρί’’ και μπαίνει μέσα στην υποδοχή του κάβουρα και εκεί στηριζόμενο περιστρέφεται. Στο πάνω μέρος έχει μια άλλη υποδοχή για ένα ατσάλινο στρόγγυλο σίδερο, που μπαίνει καρφωτό και εξέχει από την κάτω πέτρα 10-15 πόντους. Στο κέντρο της μυλόπετρας, όπου είπαμε υπάρχει η τετράγωνη οπή, μπαίνει πολύ εφαρμοστά ένα ξύλο, του οποίου η οπή έχει τόσο μέγεθος, όσο και το πάχος που έχει το σίδερο του αδραχτιού. Αυτό το ξύλο λέγεται ‘’Καρδιά’’. Εκεί οδηγούνται οι καρποί με ένα χωνοειδές ξύλινο κοφίνι που είναι προσαρμοσμένο σε οριζόντιο ξύλο αρκετά πιο πάνω από τις μυλόπετρες και καταλήγει στο καρύκι. Η ποσότητα του καρπού που πέφτει από το καρύκι στην καρδιά της μυλόπετρας, ρυθμίζεται από το ‘’Βαρδάρι και τη Βαρδαλίστρα’’, ξύλινα εξαρτήματα που ακουμπούν στην πάνω μυλόπετρα.
Η Κόφτρα: κοντά στο στόμιο του μυλοβάγενου, πάνω στο μυλαύλακο, προς την πλευρά της φυσικής κοίτης του νερού, υπάρχει ένα άνοιγμα περίπου 0.50 εκατοστά του μέτρου το οποίο κλείνεται με ένα ξύλινο πλαίσιο, την «κόφτρα». Όταν πρέπει για κάποιο λόγο να διακοπεί η λειτουργία του μύλου, η κόφτρα αφαιρείται από το πλάι που βρίσκεται και τοποθετείται κάθετα στην κοίτη του μυλαύλακου. Τότε το νερό εκτρέπεται προς τη φυσική του κοίτη, το μυλοβάγενο παύει να τροφοδοτείται με νερό, οπότε σταματάει η λειτουργία του νερόμυλου.
Η Παλουκαριά (Σκάρα): σε απόσταση μισού μέτρου από το στόμιο του μυλοβάγενου, κάθετα στην κοίτη του μυλαύλακου, τοποθετείται ξύλινη σκάρα «Παλουκαριά». Η σκάρα αυτή συγκρατεί τα αντικείμενα που παρασύρει (ξύλα, χόρτα, φύλλα, κ.λ.π.), να μην πέσουν στο μυλοβάγενο και βουλώσουν το Σιφούνι. Το μυλοβάγενο: αποτελείται από μία μεγάλη κάδη με ξύλινες δούγες, ύψους πάνω από 3.5 μέτρα. Έχει σχήμα κώνου, στενή στο κάτω μέρος, διαμέτρου 30 – 40 εκατοστά και 1.20 εκατοστά του μέτρου στο επάνω μέρος. Τις δούγες του μυλοβάγενου συγκρατούν ισχυρά μεταλλικά στεφάνια. Το επάνω μέρος του μυλοβάγενου, το οποίο στήνεται όρθιο σε ελαφρώς λοξή θέση, ακουμπάει σε ξύλινη κοίτη (κορίτα) μήκους περίπου 50 – 70 εκατοστών του μέτρου που είναι τοποθετημένη στην κατάληξη του μυλαύλακου, το δε κάτω μέρος του καταλήγει στον κορμό ή κόρμο.
Ο Κορμός (κόρμος): προέρχεται από κορμό δένδρου κυρίως καστανιάς, ύψους 1 – 1.5 μέτρα, ο οποίος σκαλίζεται εσωτερικά, όπως το τουμπέκι του καφέ, ώστε να πάρει τη μορφή κάδου. Τα τοιχώματά του έχουν αρκετό πάχος για να αντέχουν στις πιέσεις του νερού. Στο κάτω μέρος, λίγο λοξά ανοίγεται οπή (τρύπα) 10 – 15 εκατοστών του μέτρου (το σιφώνι ή σιφούνι). Στο επάνω μέρος του στομίου του κορμού δημιουργείται εσωτερική περιφερειακή υποδοχή, στην οποία εισέρχεται το κάτω μέρος του μυλοβάγενου. Η κατασκευή του κορμού είναι, όπως θα λέγαμε σήμερα «μασίφ», δηλαδή από συμπαγές ξύλο.
Τα Πετσώματα: χρησιμοποιούνται για να στηρίζουν το μυλοβάγενο και τον κορμό. Στο πίσω μέρος του μυλοβάγενου, προς την κατάληξη του μυλαύλακου στερεώνονται στο έδαφος λοξά δεξιά και αριστερά, χοντρά ξύλινα δοκάρια που φτάνουν μέχρι το ύψος του μυλοβάγενου, ώστε να δημιουργείται ένα ικρίωμα, το οποίο στηρίζει το μυλοβάγενο στη λοξή θέση που τοποθετείται.  
Το Σιφούνι (Σιφώνι): στο κάτω μέρος του κορμού, λοξά, ανοίγεται στενή τρύπα (οπή) 10 – 15 εκατοστών του μέτρου, το σιφούνι (σιφώνι), από το οποίο εξέρχεται το νερό με μεγάλη πίεση, λόγω της υψομετρικής διαφοράς που υπάρχει μεταξύ του επάνω μέρους του μυλοβάγενου και του κάτω.
Η Χουρχούρη (Χούνη): το κάτω μέρος του μυλοβάγενου – κορμού καταλήγει σε σκεπασμένο ρύθρο, βάθους και πλάτους 1.5 μέτρου περίπου. Το ρύθρο αυτό βρίσκεται μέσα στο χώρο του κτίσματος του νερόμυλου και ονομάζεται χούρχουρη (χούνη). Μέσω αυτής το νερό μετά την έξοδό του από το σιφούνι φεύγει για τη φυσική του κοίτη.
Η Κατάντη (Κολόκα): στο μέσο της χουρχούρης, κάτω στο έδαφος στερεώνεται κορμός δένδρου, ίσος με το πλάτος της (συνήθως καστανιάς διότι είναι ανθεκτική στην επίδραση του νερού). Στο μέσο του κορμού δημιουργείται υποδοχή στην οποία τοποθετείται η μπάλια ή μπίλια.
Η Μπάλα (Μπίλια): είναι μεταλλική σφαίρα μεγέθους όσο ένα μεγάλο τόπι. Η μπάλα τοποθετείται στην υποδοχή της κατάντης (κολόκας) και επάνω της πατάει η κάτω άκρη του άξονα, η οποία καταλήγει σε αιχμή. Όταν η μπάλα φθαρεί από την τριβή της αιχμής του άξονα, την στρέφουν ελαφρά ώστε να αλλάξει το σημείο στήριξής του.
Ο Άξονας: στο κέντρο της κατάντης τοποθετείται κάθετα μεταλλικός άξονας, του οποίου το κάτω μέρος είναι αιχμηρό και στηρίζεται στη μεταλλική μπάλα. Ο άξονας ύψους 1 μέτρου περίπου, διέρχεται το κέντρο της κάτω μυλόπετρας όπου εφαρμόζει πλήρως με ξύλινο δακτύλιο, το «αβρόχι» και φτάνει στην άνω επιφάνειά της. Στο επάνω μέρος του άξονα στερεώνεται ισχυρό μεταλλικό έλασμα ύψους 2 – 3 εκατοστών.
Το Αβρόχι: πρόκειται για ξύλινο δακτύλιο, ο οποίος εφαρμόζει στο χώρο μεταξύ του κενού της οπής του κέντρου της κάτω μυλόπετρας και του άξονα. Ο ρόλος του είναι τριπλός:α) Ενεργεί ως τριβέας (ρουλεμάν), β) Εμποδίζει τα σταγονίδια του νερού που εκσφενδονίζονται από τη φτερωτή να εισέρχονται στην επιφάνεια της κάτω μυλόπετρας, γ) Εμποδίζει τον καρπό και το αλεύρι να διαφεύγουν προς τη χούρχουρη μέσω του διαστήματος οπής κάτω μυλόπετρας και άξονα.
Η ‘’Καρδιά’’ γίνεται κατά προτίμηση από ξύλο συκιάς, γιατί η συκιά έχει την ιδιότητα να μη φθείρεται και να μην καίγεται από την τριβή. Κι έτσι ο άξονας του αδραχτιού τοποθετείται οριζόντια σε υποδοχή, ένα άλλο πλατύ σίδερο, που έχει δεξιά και αριστερά από ένα πτερύγιο. Το σίδερο αυτό λέγεται χελιδόνα. Στα πτερύγια αυτής της χελιδόνας, στηρίζεται η επάνω μυλόπετρα και από αυτά κρατιέται. Η μυλόπετρα αυτή κινείται, αφού περιστρέφεται γύρω από το αδράχτι, ενώ η κάτω όπως είπαμε μένει ακίνητη. Όλη την κίνηση την δίνει η φτερωτή, πάνω στην οποία χτυπά με ορμή το νερό, που φεύγει από το σιφούνι.
Η ‘’Φτερωτή’’ αποτελείται από δυο ξύλινους ή σιδερένιους κύκλους που στηρίζονται με ένα σταυρό, στο κέντρο του οποίου υπάρχει κυκλική οπή με διάμετρο ίση προς τη διάμετρο του αδραχτιού, στο οποίο στερεώνεται. Μεταξύ των δυο αυτών κύκλων είναι εφαρμοσμένα τα χλιάργια ή κουτάλια (πτερύγια), επάνω στα οποία χτυπά το νερό και αναγκάζει τη φτερωτή με την πίεση του νερού να περιστρέφεται μαζί με το αδράχτι. Περιστρεφόμενη τώρα η φτερωτή, γυρίζει αναγκαστικά και το αδράχτι και μαζί με το αδράχτι γυρίζει και η επάνω μυλόπετρα, που όπως είπαμε είναι στηριγμένη σ’ αυτό.
Οι ‘’Μυλόπετρες’’ είναι μεγάλες πέτρες κει αποτελούνται από μικρότερες πέτρες, πελεκημένες και ζωσμένες γερά με σιδηροστέφανα. Κατασκευάζονται από σκληρούς λίθους όπως χαλαζία, γρανίτη, ψαμμόλιθο, βασάλτη, πορφυρίτη και τραχείτη. Οι επιφάνειες τους είναι μέσα αυλακωμένες, λίγο βαθύτερα προς το κέντρο και ελάχιστα προς την περιφέρεια. Όταν οι μυλόπετρες δεν κόβουν, δηλαδή δεν βγάζουν καλό αλεύρι διότι φθείρονται από την πολύ τριβή, χαράζονται με τα σφυριά στο σημείο που έχουν τριφτεί κι έτσι γίνονται λίγο αδρές για να κόβουν καλά τον καρπό. Η ‘’Γούλη’’, είναι η επάνω μυλόπετρα στο κέντρο της έχει οπή διαμέτρου 25 εκατοστών. Η ‘’Χελιδόνα’’ είναι ένα μεταλλικό έλασμα κυρτό προς τα επάνω, μεγαλύτερο της διαμέτρου της γούλης. Το έλασμα αυτό στο μέσο του φέρει εγκοπή τετράγωνη και στερεώνεται σαν είδος διαμέτρου στο κέντρο της γούλης. Στην εγκοπή της χελιδόνας εισέρχεται το έλασμα, που είναι στερεωμένο στο επάνω μέρος του άξονα. Το ‘’Επανωμύλι’’. Στην επάνω επιφάνεια της άνω μυλόπετρας και γύρω από τη γούλη, προσαρμόζεται ξύλινος τροχός με κενό στο μέσο του όσο και της γούλης. Το πλάτος του τροχού αυτού είναι περίπου 10 εκατοστά και το ύψος του 3 – 4 εκατοστά του μέτρου. Η άνω επιφάνεια του τροχού αυτού φέρει κάθετα προς την περιφέρειά της οδοντωτές χαραγές. Η ‘’Σκαφίδα’’. Πάνω και προς το πίσω μέρος της μυλόπετρας τοποθετείται σταθερά ξύλινο κατασκεύασμα, ανεστραμμένου κώνου, όπου η βάση του είναι προς το έδαφος, ένα είδος μικρογραφίας Σιλό. Στην κατάληξη του κώνου υπάρχει οπή. Στη σκαφίδα ρίχνεται ο καρπός που προορίζεται για το άλεσμα. Το ‘’Καρπολόι’’. Η οπή, η οποία υπάρχει στο κάτω μέρος της σκαφίδας ανοίγει και κλείνει κατά βούληση με ένα μικρό συρόμενο, μέσω εγκοπών, μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο το καρπολόι. Στο κάτω μέρος της οπής της σκαφίδας, σε κάθετη θέση, στερεώνεται ξύλινος ή μεταλλικός παροχετευτήρας (κοριτάκι), του οποίου το άκρο φτάνει ακριβώς 4 – 5 εκατοστά του μέτρου πάνω από το κέντρο της γούλης. Το ‘’Βαρδάρι’’. Στη σκαφίδα στερεώνεται ξύλινη βέργα, της οποίας το ένα άκρο με λοξή κατεύθυνση καταλήγει στις οδοντωτές χαραγές του επανώμυλου. Ο θόρυβος του βαρδαρίου είναι τόσο δυνατός, ώστε καλύπτει όλους τους άλλους θορύβους που δημιουργούνται από την κίνηση της φτερωτής και την τριβή των μυλόλιθων. Ο θόρυβος που δημιουργείται μέσα στο νερόμυλο είναι τόσο εκκωφαντικός που δεν αντέχεται. Ο μυλωνάς κάθεται πολλές ώρες μέσα στο νερόμυλο και εξοικειώνεται με το θόρυβο ώστε να λέγεται «όταν σταματάει ο μύλος ξυπνάει ο μυλωνάς» δηλαδή ενοχλείται από την έλλειψη θορύβου. Ο ‘’Γύρος’’. Γύρω από την άνω μυλόπετρα σε μικρή απόσταση από την περιφέρειά της, τοποθετείται ξύλινο στεφάνι του ίδιου ύψους με αυτήν. Το στεφάνι αυτό στο μπροστινό μέρος πάνω από την αλευροθήκη φέρει άνοιγμα καμπυλωτό που αρχίζει από την επιφάνεια της κάτω μυλόπετρας. Σκοπός του γύρου είναι να εμποδίζει το αλεύρι κατά την άλεση να εκτινάσσεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Λόγω του γύρου το αλεύρι εκτινάσσεται μέσω του μπροστινού ανοίγματος μόνο προς την αλευροθήκη. Η ‘’Αλευροθήκη’’. Μπροστά στις μυλόπετρες τοποθετείται ξύλινο κιβώτιο, του οποίου το άνω μέρος είναι ανοιχτό και έχει ύψος από την επιφάνεια του δαπέδου μέχρι την επιφάνεια της μυλόπετρας. Ο ‘’Σταματήρας’’. Μερικές φορές δημιουργείται η ανάγκη διακοπής της λειτουργίας του μύλου για μικρό χρονικό διάστημα. Για την περίπτωση αυτή χρησιμοποιείται ο «σταματήρας» Ο σταματήρας είναι ένας μοχλός που έχει στερεωθεί στην πίσω αριστερή γωνία του τραπεζίου, στο οποίο είναι τοποθετημένες οι μυλόπετρες. Στο επάνω μέρος του στύλου τοποθετείται η χειρολαβή, ενώ στο κάτω μέρος του που καταλήγει στη χουρχούρη πάνω από τα πτερύγια της φτερωτής, στερεώνεται κάθετα πλατύ σανιδένιο πλαίσιο. Με το σηκωτήρα ο μυλωνάς έχει τη δυνατότητα να υψώσει λίγο το πανωλίθι ή να το φέρει πιο κοντά στο κατωλίθι, για να ρυθμίσει την ποιότητα του σταρένιου αλευριού ( χοντρό – λεπτό), του καλαμποκίσιου, αλλά και άλλων σιτηρών ή των ζωοτροφών (γιαρεμάδων) που απαιτούν πιο χοντρό άλεσμα. Ο ‘’Σταυρός’’.:Είναι ένα εξάρτημα του μύλου, με το οποίο γίνεται το σήκωμα ή το κατέβασμα της άνω μυλόπετρας, ώστε το άλεσμα να βγαίνει χοντρό ή ψιλό ανάλογα με τη χρήση που προορίζεται. Ο σταυρός αποτελείται από ένα τετράγωνο χοντρό δοκάρι, του οποίου το ένα άκρο είναι συνδεδεμένο με μεταλλικά ελάσματα με τη δεξιά άκρη της κατάντης. Το επάνω μέρος του καταλήγει στο δεξιό μέρος του τραπεζίου, που είναι τοποθετημένες οι μυλόπετρες και έχει υποδοχές να μπαίνει το άκρο του κουταλιού.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...