Η παραπληροφόρηση, για τις δασικές πυρκαγιές στα μεσογειακά οικοσυστήματα, καλά κρατεί εδώ και πολλές δεκαετίες, από ορισμένα ΜΜΕ, ημιμαθείς οικολογούντες και άλλους τομολάγνους για το περιβάλλον. Επανειλημμένα τονίζονται, από καταξιωμένους επιστήμονες, ειδικούς για τις δασικές πυρκαγιές στη χώρα μας, ότι '' οι δασικές πυρκαγιές είναι συνυφασμένες με τη μεσογειακή βλάστηση και τα οικοσυστήματά της (π.χ. χαλέπιο πεύκο, πουρνάρι, θυμάρι, ασφάκα, σχίνος, ρείκι).Αυτές οι δασικές πυρκαγιές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη διατήρηση, αναγέννηση και αναζωογόνηση των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Απλά, η οικολογική τους σημασία σκιάζεται τεχνηέντως, επειδή τα αποτελέσματά τους συγχέονται με τη μεταπυρική οικονομική δραστηριότητα του ανθρώπου, ιδιαίτερα με την υπερβόσκηση, την άκρατη διάνοιξη δασικών δρόμων και την οικοπεδοποίηση που οδηγούν στην αποδάσωση.
Μέσα στην πύρινη λαίλαπα των πυρκαγιών, ακούγονται πολλά από
ειδικούς κα μη. Πολλές φορές καθ’υπερβολή, αλλά υπάρχουν και πραγματικά
περιστατικά ή και μυθοπλασίες. Πράγματι, οι αμέλειες και οι ανευθυνότητες έχουν
δημιουργήσει καταστρεπτικές πυρκαγιές, όπως και τα ηλεκτροφόρα καλώδια της ΔΕΗ,
οι σκουπιδότοποι από αυτανάφλεξη, κ.ά. Ορισμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι ορισμένα
μεσογειακά δασικά φυτά, σε περιόδους ξηρασίας εκπέμπουν στο περιβάλλον
αιθυλένιο, εξαιρετικά εύφλεκτο αέριο, οπότε οι πιθανότητες να προκληθεί
πυρκαγιά είναι μεγάλη. Στις πυρκαγιές συμβάλλει και η αλλαγή του κλίματος με
την παρατεταμένη ξηρασία και οι ακραίες καιρικές καταστάσεις με πολύ ισχυρούς
και στροβιλώδεις ανέμους. Μάλιστα είναι γνωστό ότι η ύπαρξη άφθονης καύσιμης
ύλης, ο άνεμος και οι υψηλές θερμότητες, δηλαδή το κυρίαρχο τρίπτυχο της
φωτιάς, δημιουργούν κατάλληλες συνθήκες για να ξεσπάσει πυρκαγιά. Τότε, στις
περισσότερες περιπτώσεις, αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά οι
πρώτες εστίες, είναι πολύ δύσκολο έως και αδύνατο να αντιμετωπιστεί η
επερχόμενη πύρινη καταστροφή.
Ωστόσο, υποστηρίζονται μεταξύ των άλλων και
παράλογες απόψεις για να διαπεράσει το κοινό αίσθημα και εμπεδωθεί ευκολότερα,
η κινδυνολογία,. Για παράδειγμα, κραυγάζουν ότι με το που καίγονται τα δάση
αποστερούμεθα ‘’πνεύμονα οξυγόνου’’. Και γίνεται επίκαιρο σύνθημα και επωδός. Είναι
όμως ορθό είναι ότι η κυριότερη πηγή οξυγόνου στον πλανήτη Γη προέρχεται από τη
θάλασσα (φυτοπλαγκτό και φύκια). Επίσης,
οξυγόνο προσφέρουν και οι καλλιέργειες και τα δάση και οι κάθε είδους βλάστηση.
Μια άλλη αλήθεια είναι ότι κάθε δάσος είναι σύστημα ζωντανών (φυτά και ζώα) και αβιοτικών (έδαφος, νερό,
φωτιά αέρας) παραμέτρων, αλλά και διαδικασιών (σχέσεις,
εντάσεις και ανταγωνισμοί) που βρίσκονται όλα μαζί σε ισορροπία μεταξύ
τους. Τα δάση λοιπόν επιτελούν εξαιρετικά πολύπλοκο περιβαλλοντικό έργο. Μεταξύ
των άλλων, συμβάλλουν στην ανταλλαγή των αερίων της ατμόσφαιρας, συγκρατούν τα
αιωρούμενα σωματίδια της ατμόσφαιρας καθαρίζοντας την, ρυθμίζουν τη θερμοκρασία
στις περιοχές που γειτονεύουν, προσφέρουν προστασία και διατήρησης της πανίδας.
Ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία των δασών είναι ότι ρυθμίζουν τα νερά (ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά σε επιφανειακά
και υπόγεια νερά) και τη φυσική διαχείριση των υδατικών πόρων. Και οι
εμπρηστικές συνθήκες και παράγοντες είναι γνωστοί, άγνωστοι και
πρωτοεμφανιζόμενοι. Όπως και οι εμπρηστές, ανέκαθεν.....(για τη συνέχεια)
Τα μεσογειακά δάση, οι θαμνώνες και η μακιά βλάστηση, έχουν αναπτύξει δύο κυρίως μηχανισμούς άμυνας ή προσαρμογής για την επιβίωσή τους στο μεσογειακό περιβάλλον. Ο ένας είναι η μεγάλη πυκνότητα των θάμνων, που, κυριολεκτικά, κρύβει τον ήλιο από το έδαφος και έτσι δεν επιτρέπει σε νέους σπόρους άλλων φυτών να φυτρώσουν. Ο άλλος μηχανισμός ή προσαρμογή (αλληλοπάθεια) έχει να κάνει με την ικανότητα ορισμένων μεσογειακών θάμνων, οι οποίοι τροφοδοτούν το έδαφος με ουσίες που εμποδίζουν την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των ετήσιων φυτών. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που στα Μεσογειακά οικοσυστήματα δεν υπάρχουν τα συνήθη ετήσια φυτά των άλλων δασικών τύπων. Η πυκνότητα των θάμνων και η αλληλοσυσχέτισή τους, επιδρούν και στους σπόρους των ίδιων των μεσογειακών θάμνων και πεύκων. Εξάλλου, όπως σημειώνουν ο δασολόγοι, οι θάμνοι πολλαπλασιάζονται με ‘’πρεμνοβλάστηση’’(ανάπτυξη νέων κλάδων από το πρέμνο, δηλαδή το κάτω μέρος του κορμού, το οποίο μένει στη γη μετά το κάψιμο ή κόψιμο ενός δέντρου, το κούτσουρο) και ‘’ριζοβλάστηση’’(ανάπτυξη νέων κλάδων από τις ρίζες), ενώ τα πεύκα δεν διαθέτουν τέτοια ικανότητα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, που φαίνεται ότι είναι ασφυκτικές με ανθρώπινους όρους, οι σπόροι των πεύκων που πέφτουν στο έδαφος δεν επιβιώνουν όλοι. Έτσι, τα μεσογειακά πεύκα αδυνατούν να ανανεωθούν, εκτός και εάν υπάρξει προσωρινή απελευθέρωση του εδάφους από τον ανταγωνισμό των πυκνών θάμνων και την αλληλοσυσχέτιση που προκαλούν. Δηλαδή, και πάλι με ανθρώπινους όρους, αφού η Φύση δεν διαθέτει ούτε πριόνια, ούτε σκαπτικά και τσεκούρια για να κόβει και να ξεριζώνει τους θάμνους, την ευκαιρία αυτή τους την προσφέρει μόνο η πυρκαγιά. Σημειώνεται, ότι οι θερινές καταιγίδες με αστραπές και κεραυνούς είναι συχνές στο μεσογειακό χώρο, οπότε η πιθανότητα πρόκλησης πυρκαγιάς ή και αυτοανάφλεξης στην κατάξερη θερινή βλάστηση είναι μεγάλη.
Τα μεσογειακά δάση, οι θαμνώνες και η μακιά βλάστηση, έχουν αναπτύξει δύο κυρίως μηχανισμούς άμυνας ή προσαρμογής για την επιβίωσή τους στο μεσογειακό περιβάλλον. Ο ένας είναι η μεγάλη πυκνότητα των θάμνων, που, κυριολεκτικά, κρύβει τον ήλιο από το έδαφος και έτσι δεν επιτρέπει σε νέους σπόρους άλλων φυτών να φυτρώσουν. Ο άλλος μηχανισμός ή προσαρμογή (αλληλοπάθεια) έχει να κάνει με την ικανότητα ορισμένων μεσογειακών θάμνων, οι οποίοι τροφοδοτούν το έδαφος με ουσίες που εμποδίζουν την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των ετήσιων φυτών. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που στα Μεσογειακά οικοσυστήματα δεν υπάρχουν τα συνήθη ετήσια φυτά των άλλων δασικών τύπων. Η πυκνότητα των θάμνων και η αλληλοσυσχέτισή τους, επιδρούν και στους σπόρους των ίδιων των μεσογειακών θάμνων και πεύκων. Εξάλλου, όπως σημειώνουν ο δασολόγοι, οι θάμνοι πολλαπλασιάζονται με ‘’πρεμνοβλάστηση’’(ανάπτυξη νέων κλάδων από το πρέμνο, δηλαδή το κάτω μέρος του κορμού, το οποίο μένει στη γη μετά το κάψιμο ή κόψιμο ενός δέντρου, το κούτσουρο) και ‘’ριζοβλάστηση’’(ανάπτυξη νέων κλάδων από τις ρίζες), ενώ τα πεύκα δεν διαθέτουν τέτοια ικανότητα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, που φαίνεται ότι είναι ασφυκτικές με ανθρώπινους όρους, οι σπόροι των πεύκων που πέφτουν στο έδαφος δεν επιβιώνουν όλοι. Έτσι, τα μεσογειακά πεύκα αδυνατούν να ανανεωθούν, εκτός και εάν υπάρξει προσωρινή απελευθέρωση του εδάφους από τον ανταγωνισμό των πυκνών θάμνων και την αλληλοσυσχέτιση που προκαλούν. Δηλαδή, και πάλι με ανθρώπινους όρους, αφού η Φύση δεν διαθέτει ούτε πριόνια, ούτε σκαπτικά και τσεκούρια για να κόβει και να ξεριζώνει τους θάμνους, την ευκαιρία αυτή τους την προσφέρει μόνο η πυρκαγιά. Σημειώνεται, ότι οι θερινές καταιγίδες με αστραπές και κεραυνούς είναι συχνές στο μεσογειακό χώρο, οπότε η πιθανότητα πρόκλησης πυρκαγιάς ή και αυτοανάφλεξης στην κατάξερη θερινή βλάστηση είναι μεγάλη.
Ωστόσο, με τη διαδικασία της φυσικής επιλογής τα Μεσογειακά
σκληρόφυλλα αείφυλλα φυτά (π.χ. πουρνάρι, σχίνος,
άρκευθοι) ανέπτυξαν και άλλες
προσαρμογές, δημιουργώντας μια ιδιόμορφη βλάστηση, την ‘’πυρόφυτη’’ βλάστηση,
που αντέχει στις πυρκαγιές. Υπάρχουν τα παθητικά και τα ενεργητικά πυρόφυτα. Τα
παθητικά πυρόφυτα, αναπτύσσουν ιδιαίτερη αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά
και στις ίδιες τις φλόγες, ως αποτέλεσμα ποικίλων μηχανικών και χημικών
διεργασιών. Για παράδειγμα, ορισμένα είδη αντέχουν τις υψηλές θερμοκρασίες χάρη
στον παχύ φλοιό τους (Φελλοφόρος Δρυς),
άλλα αναφλέγονται δύσκολα γιατί έχουν πολύ σκληρό ξύλο (΄Ιταμος και κάποιες Δρύες) ή υψηλή
περιεκτικότητα μεταλλικών στοιχείων στο ξύλο τους (Αλμυρίκια).
Η Κουκουναριά ρίχνει τα χαμηλά κλαδιά της, δημιουργώντας ομβρελοειδή κόμη πολλά
μέτρα πάνω από το έδαφος, όπου καμιά φλόγα δεν τη φθάνει. Μερικές Πτέριδες και
άλλα φυτά προφυλάσσουν τα αναπαραγωγικά τους όργανα κάτω από το έδαφος.
Αντίθετα, τα ενεργητικά πυρόφυτα συνήθως καίγονται εύκολα, αλλά η βλαστητική
ανάπτυξή τους ευνοείται από την πυρκαγιά. Το Πουρνάρι παράγει μετά τη φωτιά
παραβλαστήματα και ριζοβλαστήματα από τη βάση του κορμού και τις ρίζες
αντίστοιχα. Η Κουμαριά, τα Ρείκια, οι Άρκευθοι-Κέδρα, το Φυλίκι, ο Σχίνος και
άλλα δημιουργούν ριζώματα που μοιάζουν με ρόζο και βρίσκονται σε αδράνεια επί
πολλά χρόνια. Μετά τη φωτιά, τα ριζώματα ξυπνούν από το λήθαργό τους και δίνουν
μέσα σε λίγες ημέρες τα πρώτα βλαστάρια με τη μορφή παραβλαστημάτων. Η ταχύτητα
αύξησης των παραβλαστημάτων και των ριζοβλαστημάτων είναι πολύ μεγάλη. Στο
τέλος της επόμενης από την πυρκαγιά βλαστητικής περιόδου φθάνουν σε ύψος μέχρι
και 60% του μητρικού φυτού. Γιαυτό άλλωστε, συνηθίζουν οι βοσκοί –στην
προσπάθειά τους να δημιουργήσουν φρέσκια τροφή για τα ζώα τους, να βάζουν
φωτιές σε δασωμένους θαμνότοπους, αλλά πολλές φορές ξεφεύγουν της προσοχής τους
και επεκτείνονται στο γειτονικό δάσος, με καταστροφικά αποτελέσματα. Η
νομοτέλεια της Φύσης δεν αφήνει τίποτε στην τύχη. Το φθινοπωρικό ρείκι, η Σουσούρα
(Erica multiflora)
(βρίσκεται στα πιο φτωχά και ξηρά εδάφη της
χώρας μας), ενοχοποιείται για το φαινόμενο της αλληλοπάθειας, καθώς παραμένει
βιολογικά ανενεργή δύο-τρία χρόνια μετά τη φωτιά, δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο
στα νεαρά φυτά της πεύκης να ριζώσουν και να αναπτυχθούν. Επίσης, σημειώνουν οι
ειδικοί δασολόγοι, ότι υπάρχουν και εκείνα τα ενεργητικά πυρόφυτα όπου η
πυρκαγιά ενεργεί για την καλύτερη διασπορά των σπόρων τους. Τέτοια φυτά είναι
τα μεσογειακά Πεύκα, ιδίως η Χαλέπιος Πεύκη, που μαζί με την Τραχεία Πεύκη και
την Κουκουναριά σχηματίζουν τα μεσογειακά πευκοδάση μας. Είναι όντος μια
μεγαλειώδη επίδειξη της δυνατότητας προσαρμογής που διαθέτει η Φύση. Εξάλλου,
είναι γνωστό ότι σε όλα σχεδόν τα φυτά, οι ώριμοι καρποί πέφτουν στο έδαφος.
Όμως στα Πεύκα, το 30% των ώριμων κουκουναριών παραμένουν κλειστά στο δέντρο
από 5 ως και 10 χρόνια. Αν ξεσπάσει πυρκαγιά, διεγείρονται ειδικοί μηχανισμοί
και τα κουκουνάρια ανοίγουν, διασκορπίζοντας μερικές χιλιάδες σπόρους σε έκταση
2-5 στρεμμάτων γύρω από κάθε δέντρο. Καθώς τα δέντρα βρίσκονται σε αποστάσεις
μικρότερες από 10 μέτρα μεταξύ τους, φαντάζεστε την πυκνότητα των νέων φυτών
που φυτρώνουν.
Συνήθως, τα περισσότερα δάση όταν καίγονται δεν
μπορούν να αναγεννηθούν, καθώς η αναγέννηση θέλει κυρίως Μεσογειακή βλάστηση,
εξωτερική υποβοήθηση και στρατηγικές προστασίας. Στην περίπτωση που ενσκήψει
και πάλι σύντομα πυρκαγιά σε αναγεννώμενη περιοχή τότε χάνεται ή και
περιορίζεται η αποτελεσματικότητα της φυσικής αναγέννησης του δάσους. Δηλαδή
σταματά η αναγέννηση της βλάστησης και αρχίζει η υποβάθμιση του οικοσυστήματος.
Σε αυτό συμβάλλει τα μέγιστα ο ανθρώπινος παράγοντας, ενώ η βόσκηση αποβαίνει
καταστροφική για το φυσικό οικοσύστημα όταν εξασκείται σε καμένες περιοχές. Τα
Μεσογειακά Δασικά Οικοσυστήματα, όπως επαναλαμβάνεται συνεχώς από αρμόδιους τα
τελευταία χρόνια, έχουν προσαρμογές-διεξόδους για να αντιπαρέλθουν σταδιακά τη
διαταραχή της πυρκαγιάς, εφόσον δεν βοσκηθούν. Είναι γνωστό ότι με τις πυρκαγιές
χάνεται στην ατμόσφαιρα το άζωτο, απαραίτητο θρεπτικό εκείνο συστατικό για τη
ζωή και το μεταβολισμό -ανάπτυξη των φυτών. Έτσι, μετά τη φωτιά και με τη
βοήθεια της υγρασίας του εδάφους, φυτρώνουν κατά πρώτο τα σπέρματα των ψυχανθών
φυτών. Τα φυτά αυτά –άγριο τριφύλλι, άγριος βίκος, έχουν την ικανότητα να
δίνουν, να εμπλουτίζουν το έδαφος με το αναγκαίο για την ανάπτυξη των φυτών
άζωτο, το οποίο δεσμεύουν από την ατμόσφαιρα με τη βοήθεια μικροοργανισμών που
συνυπάρχουν στις ρίζες τους. Στη συνέχεια, αν αφεθούν αυτά τα φυτά και δεν
βοσκηθούν, τότε τα εδάφη εμπλουτίζονται με άζωτο, δημιουργώντας ευνοϊκούς
παράγοντες για να εποικιστούν από διαφορετικά φυτά. Εξάλλου, και τα
παραβλαστήματα από τα πουρνάρια, τα σχίνα και τα άλλα μεσογειακά μακί,
χρειάζονται και αυτά προστασία από τη βόσκηση γιατί όπως είναι τρυφερά και
νόστιμα προτιμώνται από τα βόσκοντα ζώα.
Από την πρώτη στιγμή που ένα νέο μεσογειακό δάσος
αρχίζει τη μετα-πυρική διαδικασία φυσικής αναγέννησης, ετοιμάζεται για την
επόμενη πυρκαγιά. Σ' αυτό βοηθούν και πάλι οι μεσογειακές κλιματικές συνθήκες,
αφού στη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους οι τιμές της θερμοκρασίας και της
υγρασίας είναι εντελώς ακατάλληλες για την επιβίωση των σαπροφυτικών μυκήτων
που αποσυνθέτουν την οργανική ύλη σε απλούστερα συστατικά. Με αυτό τον τρόπο,
συσσωρεύονται στο έδαφος ξηρές βελόνες των πεύκων, φύλλα, κλαδιά, νεκροί θάμνοι
και νεκρά δέντρα. Και όπως αντιλαμβάνεστε, δημιουργείται μια βιομάζα ιδιαίτερα
εύφλεκτη, λόγω και της θερινής ξηρότητας, η οποία περιμένει κάποιο κεραυνό, την
ανθρώπινη αμέλεια ή τον εμπρησμό για να εκδηλωθεί ξανά το φαινόμενο της
πυρκαγιάς. Τα μεσογειακά πεύκα είναι φωτόφιλα. Έτσι, όταν τα χαμηλότερα κλαδιά
δεν φωτίζονται, αχρηστεύονται και ξηραίνονται, δεν πέφτουν όμως από τα δέντρα.
Χρόνια ολόκληρα κρέμονται νεκρά κλαδιά με ξηρές βελόνες κοντά στο έδαφος. Έτσι,
μια απλή έρπουσα φωτιά μετατρέπεται εύκολα σε επικόρυφη, άρα και με
δυναμικότερη προοπτική εξέλιξης. Εξάλλου, τα πεύκα διαθέτουν και την εύφλεκτη
ρητίνη, όπως εύφλεκτα είναι και τα αιθέρια έλαια των θάμνων που εμπλουτίζουν το
δασικό μικροπεριβάλλον. Αυτό που θα πρέπει να συγκρατήσουμε ακόμη είναι ότι,
όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών πυρκαγιών, τόσο
μεγαλύτερη είναι η συγκεντρωμένη καύσιμη βιομάζα και τόσο η εκδήλωση του
φαινομένου της πυρκαγιάς είναι περισσότερο βίαιη.
Και οι δασικοί επιμένουν. ‘’ Στην πραγματικότητα
δεν υπάρχει ώριμο μεσογειακό δάσος που κάηκε και προστατεύθηκε, χωρίς να
αναγεννηθεί με φυσικό τρόπο. Αντίθετα, σε περιοχές που δεν κάηκαν τον τελευταίο
αιώνα τα πεύκα λιγοστεύουν κάθε χρόνο, χωρίς δυνατότητα αναγέννησης. Η
ισχυρότατη οικολογική σχέση μεταξύ πυρκαγιών και μεσογειακών οικοσυστημάτων
εξηγεί γιατί οι πυρκαγιές δεν αντιμετωπίζονται εύκολα. Ο άνθρωπος είναι ακόμη
τεχνολογικά αδύναμος απέναντι στα φυσικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί, οι
πλημμύρες ή και οι δασικές πυρκαγιές. Τα μεσογειακά οικοσυστήματα θα αντιδρούν
σε κάθε προσπάθεια αλλαγής του αιώνιου κύκλου φωτιάς-αναγέννησης.
Ωστόσο, έντονη είναι η ανησυχία για τις
επιπτώσεις των πυρκαγιών στην πανίδα των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Οι έρευνες
δεν συμφωνούν μεταξύ τους ως προς τις εκτιμήσεις, επειδή κάθε πυρκαγιά διαφέρει
από τις υπόλοιπες σε ένταση, συχνότητα, διάρκεια, μορφή κ.ά. Όμως, με βάση τη
λογική, εάν οι φωτιές επηρέαζαν σοβαρά την πανίδα, πολλά ζώα θα αποτελούσαν
μουσειακά είδη στη χώρα μας εδώ και αιώνες. Σε πειράματα στο Ινστιτούτο Δασικών
Ερευνών διαπιστώθηκε ότι κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς σε πευκόδασος, οι
θερμοκρασίες κάτω από την επιφάνεια του εδάφους είναι ιδιαίτερα ανεκτές από τα
περισσότερα ζώα που ζουν ή φωλιάζουν εκεί, όπως είναι τα μυρμήγκια ή και τα
σκουλήκια. Όμως, οι πυρκαγιές έχουν ιδιαίτερα καταστρεπτικές επιπτώσεις στις
φωλιές των πουλιών και στους νεοσσούς τους.
Παλαιότερα τα ελληνικά πευκοδάση προστατεύονταν
από τον ίδιο τον άνθρωπο, από τους υλοτόμους και τους ρητινοσυλλέκτες. Οι
ρητινοσυλλέκτες έχουν ‘’εκδιωχθεί’’ από το δάσος, το μεγαλύτερο μέρος της
ξυλείας εισάγεται, ενώ οι οικοπεδοφάγοι καταπατούν και κτίζουν μέσα σε δάση, η
εκκλησία διεκδικεί δασικές εκτάσεις και το κράτος με τους φορείς του
χαρακτηρίζει δασικές εκτάσεις πολλές φορές καθ’υπέρβαση των πραγματικών δασών.
Όπως αποφαίνονται οι ειδικοί επί επιχειρησιακών
συνθηκών, κάθε σχέδιο έκτακτης ανάγκης αποτελεί θεωρητική προσέγγιση η οποία
οφείλει να επικαιροποιείται τακτικά με ασκήσεις ετοιμότητας σε πραγματικές
συνθήκες και στο ύπαιθρο. Τα σενάρια και οι προβλέψεις ποτέ δεν διασφαλίζουν
100% ανθρώπινες ζωές, περιουσίες, γεννήματα, αλλά και την προστασία του
περιβάλλοντος. Καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της αποτελεσματικότητας
είναι η συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τοπικών φορέων, η διασπορά και
κατανομή των δυνάμεων πρόληψης και καταστολής, ο συντονισμός των κάθε είδους
δυνάμεων. Σε πολλές περιοχές, εφόσον έχουμε να κάνουμε με δασικές πυρκαγιές, η
απουσία αντιπυρικών ζωνών είναι καθοριστική, όπως και οι δρόμοι πρόσβασης των
δυνάμεων, οι οδοί εκκένωσης του πληθυσμού, η αξιολόγηση των οχημάτων
πυρόσβεσης, των υδροφόρων και των λοιπών μηχανημάτων υποβοήθησης, ως προς το
μέγεθος και την ετοιμότητά τους. Τα λάθη και οι εσφαλμένες εκτιμήσεις είναι
ανθρώπινα, αλλά οι παραλήψεις σε μέσα και στην κατάλληλη εξάρτυση όσων θα
ασχοληθούν με το δύσκολο έργο της δασοπυρόσβεσης είναι εγκληματικές. Όταν η
κρατική αποτελεσματικότητα αμφισβητείται εκ των γεγονότων, όταν η Τοπική
Αυτοδιοίκηση έχει η αποψιλωθεί από αρμοδιότητες για τα τοπικά ζητήματα και όταν
οι κάτοικοι πορεύονται χωρίς καθοδήγηση μόνο από το ένστικτό τους, τότε
μπορούμε να μιλάμε ότι το ‘’προσάναμμα’’ στις πύρινες καταστροφές, είναι
συνήθως η απουσία σχεδιασμού αντιμετώπισης έκτακτων συνθηκών, το έλλειμμα
ικανότητας, η έλλειψη περιφρούρησης της ζωής, των αγαθών, του περιβάλλοντος και
η αναποτελεσματικότητα αποτροπής τέλεσης εγκλημάτων προς τη Φύση και τον
Άνθρωπο.
Η φωτιά, ως φαινόμενο, θα εκδηλώνεται πάντα με
την ίδια σφοδρότητα, όσο κι αν ο άνθρωπος βελτιώσει τα μέσα δασοπυρόσβεσης που
διαθέτει είτε υπάρχουν εμπρηστές, είτε όχι. Είναι βέβαιο ότι, εάν αυτή η σκληρή
πραγματικότητα είχε γίνει κτήμα των περισσοτέρων από μας πριν από αρκετά
χρόνια, πολλές νόμιμες ή παράνομες οικοπεδοποιήσεις δασικών εκτάσεων θα είχαν
αποτραπεί. Σε καλύτερα οργανωμένες χώρες εκπονούνται συνεχώς ολοκληρωμένα
προγράμματα ενημέρωσης των πολιτών και εκπαίδευσης των μαθητών - κάτι που θα
έπρεπε να είχε ξεκινήσει και εδώ από τις πρώτες τάξεις του σχολείου -,
εκδίδονται, καθημερινά, δελτία επικινδυνότητας για πρόκληση πυρκαγιάς, και
πληροφορίες για τις ενέργειες που πρέπει να αποφεύγονται σε επικίνδυνες
καιρικές συνθήκες. Στη χώρα μας, εκτός από ανούσια τηλεοπτικά σποτάκια που
διαφημίζουν τον τρόπο εκπαίδευσης των πυροσβεστών ή πόσους υπολογιστές έχει το
συντονιστικό κέντρο, τίποτε το ουσιαστικό φαίνεται ότι γίνεται.(Άφθονο
βιβλιογραφικό υλικό για τις πυρκαγιές στα ελληνικά δάση είναι καταχωρημένο στο
ΕΘΙΑΓΕ/Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Αθήνας και Θεσσαλονίκης και στα http://www.fria.gr/ApokatastasiKamenwnEktasewn_PraktikaSYnedriou/ApokatastasiKamenvnEktasewn.htm,
http://www.fria.gr/PublicGr/ForestFires/Xanthopoulos/LyrintzisMpaloutsosGagariXanthopoulos_PyrkagiesEpomeniMera.pdf, http://www.nagref.gr/journals/ethg/images/30/ethg30p15.pdf,
http://itia.ntua.gr/getfile/434/1/documents/1997makrismantoudi.pdf).