_______________

" In all things of Nature, there is something of the marvelous" (Aristotle -Parts of Animals, I.645A16)

" Nature ......loves simplicity and unity" ( J. Kepler -Apologia)


****** Για το Περιβάλλον, τη Βιώσιμη Προοπτική και ......άλλα Σημαντικά!

(http://sites.google.com/site/perivalloncom/
http://www.perivallon.com, http://envifriends2.blogspot.com, http://envifriends.blogspot.com)
_______________

* ΦΥΣΗ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ----- * ΑΝΘΡΩΠΟΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΑ -

- Ο ΚΑΙΡΟΣ -

- Λιμναίοι Οικισμοί της Προϊστορίας: αναφορά και στο Δισπηλιό, Καστοριάς

(πηγή: σταχυολόγηση από Δρ.Μ.Ε.Πυργάκη στο http://proistoria.wordpress.com/). 
Λιμναίοι οικισμοί, ένα ακόμη γοητευτικό μυστήριο του «μικρού μεγάλου κόσμου» της Προϊστορίας. Mόνιμες  εγκαταστάσεις  ανθρώπων κοντά σε μια λίμνη. Απομεινάρια ενός πολιτισμού, του πολιτισμού του νερού που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε με βασικό χαρακτηριστικό την παρουσία και την επίδραση του νερού. Πριν από 8000 περίπου χρόνια, άνθρωποι όμοιοι με μας, μέρος μικρό μιας απέραντης ανθρωπότητας, επιλέγουν να ζήσουν  μέσα ή κοντά στα ήσυχα νερά μιας λίμνης, ανάμεσα στα χρώματα που παίρνει το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ, μέσα στους ήχους που εκπέμπει όταν είναι κυματισμένη κι’ όταν ηρεμεί. Οι αιτίες που οδηγούν σ’ αυτές τις λιμναίες εγκαταστάσεις πρέπει να αναζητηθούν, σύμφωνα με τον διαπρεπή Γάλλο ιστορικό Fernand Braudel στα όρια μεταξύ γεωγραφικής «μοίρας» και συνειδητής επιλογής, σε μια εκπληκτική «συνενοχή της γεωγραφίας  με την ιστορία». Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις πρέπει να επέλεξαν και οι νεολιθικοί,  όσον αφορά τον ελληνικό χώρο, να εγκατασταθούν στο Δισπηλιό, της Καστοριάς, στη Δυτική Μακεδονία, μέσα και δίπλα στην Ορεστιάδα λίμνη, μεταξύ 5500 και 3500 π.Χ, αλλά  και  όσον αφορά την Ελβετία την κοιτίδα των λιμναίων εγκαταστάσεων, στην αλπική περιφέρεια, σε περισσότερες από 450 λιμναίες θέσεις μεταξύ 4500 και 800 π.Χ., εκ των οποίων σχεδόν οι μισές βρίσκονται στην περιοχή των Τριών λιμνών (Λίμνες Neuchâtel, Bienne και Morat), αλλά, και στις άλλες μεγάλες λίμνες της Constance, της Ζυρίχης, της Léman και σε  έλη.  
Στον ελληνικό χώρο δεν διαθέτουμε την αφθονία των λιμναίων εγκαταστάσεων της αλπικής περιφέρειας. Πιθανότατα,  είναι θέμα έρευνας, ή είναι ένα τυχαίο γεγονός. Προς το παρόν, ο οικισμός του Δισπηλιού είναι ο μοναδικός, που έχει ανασκαφεί στον ελληνικό χώρο. Η «παλαιότητά» του είναι που εντυπωσιάζει......(για τη συνέχεια)
Χαρακτηρίζεται ως Λιμναίος και έτσι είναι γνωστός στον κόσμο. Σύμφωνα με τον Sivignon, φαίνεται πως στη Μακεδονία οι εγκαταστάσεις κοντά σε λίμνες και ιδιαίτερα στις βαλτώδεις όχθες τους δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, σε μια εποχή μάλιστα που ήταν πολύ περισσότερες από σήμερα. Οι παλυνολογικές αναλύσεις του Bottema, στην ευρύτερη δυτική Μακεδονία έχουν δείξει πως το κλίμα ήταν ξηρότερο από το σημερινό, με αποτέλεσμα να συνοδεύεται από έντονες βροχοπτώσεις. Το νερό στο Δισπηλιό, τα νεολιθικά χρόνια, πιθανόν να ήταν πολύ περισσότερο και η λίμνη να πλημμύριζε μεγαλύτερες εκτάσεις. Υπολογίζεται ότι κατά την περίοδο της ακμής  του οικισμού θα πρέπει να ζούσαν εκεί κάπου 5000 άνθρωποι. Όταν πρώτος έφθασε στο Δισπηλιό ο αείμνηστος καθηγητής  Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αντώνης Κεραμόπουλος, που ήδη από το 1930 ερευνούσε συστηματικά στην περιοχή με σκοπό να εντοπίσει την κοιτίδα των αρχαίων Μακεδόνων  παρατήρησε πως η στάθμη της λίμνης είχε κατέβει, γιατί ο χειμώνας του 1932, που μόλις είχε τελειώσει, ήταν πολύ ξερός. Το  αποτέλεσμα ήταν να αποκαλυφθούν οι κορυφές εκατοντάδων πασσάλων που αμέσως κατάλαβε ότι αποτελούσαν τα οικοδομικά λείψανα ενός προϊστορικού οικισμού. Την πρώτη πληροφορία σχετικά  με την  ύπαρξη και την ανασκαφή του Λιμναίου Οικισμού στο χωριό Δισπηλιό (Δουπιάκι) την αντλούμε από το δημοσίευμα της τοπικής εφημερίδας «Καστοριά» στις 28 Αυγούστου του 1938. Εκτός από τους πασσάλους τότε  ήρθαν στο φως λίθινα εργαλεία από οψιανό και όστρακα από χοντρά χειροποίητα αγγεία, όπως αναφέρεται στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Ο Αντ. Κεραμόπουλος επέστρεψε στην περιοχή το 1940 και διενήργησε ανασκαφική έρευνα σε δύο διαφορετικές περιοχές. Η μια από αυτές ήταν στη θέση «Νησί». Η θέση «Νησί» ήταν ήδη γνωστή στη βιβλιογραφία τουλάχιστον από το 1932.  Το 1965, ο Καθηγητής Ν. Μουτσόπουλος  ήρθε στην περιοχή και συνέχισε τις έρευνες. Συστηματικές ανασκαφές στο Δισπηλιό άρχισαν στα 1992 με  υπεύθυνο τον Καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, κ. Γιώργο Χουρμουζιάδη. 
Όμως, για να  σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα των λιμναίων εγκαταστάσεων στην Προϊστορία θα πρέπει να ανατρέξουμε στα  αρκετά διαφωτιστικά δεδομένα τα οποία  έχουν προκύψει από τις ανασκαφικές έρευνες γύρω από την περιφέρεια των Άλπεων, όπου την πρωτοκαθεδρία στην έρευνα έχει η Ελβετία, γιατί οι μέθοδοι που εφαρμόζονται  εκεί είναι πρωτοποριακές. Οι πρώτες έρευνες άρχισαν στην περιοχή των μεγάλων ελβετικών και γερμανικών λιμνών, όταν το 1854 κατέβηκε η στάθμη τους, λόγω του ξερού χειμώνα. Αυτά συνέβησαν στο Obermeilen,  κοντά στη Ζυρίχη, όπου αποκαλύφθηκε ένα σκούρο στρώμα ιζήματος που περιείχε οστά ζώων και τεχνουργήματα από το οποίο προεξείχαν δεκάδες πάσσαλοι. Ο αρχαιολόγος από τη Ζυρίχη Ferdinand Keller ερεύνησε και συμπέρανε ότι οι πάσσαλοι προέρχονταν από σπίτια της προϊστορικής εποχής. Κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβη στο Δισπηλιό της Καστοριάς. 
 Ωστόσο, τις πρώτες αναφορές για πασσαλόπηκτα βρίσκουμε, πολύ νωρίτερα, σε χειρόγραφα του 15ου αιώνα. Η όλη κίνηση, ήδη από το 1860, εντυπωσίασε το  πλατύ κοινό και είχε απήχηση στην τέχνη  και τη λογοτεχνία όπου  φιλοτεχνούνταν και γράφονταν έργα με θέμα τη ζωή σε λιμναίους οικισμούς στο  μακρινό παρελθόν. Ημερολόγια, ποιήματα συνετέλεσαν να εδραιωθεί ο μύθος των λιμναίων στη λαϊκή συνείδηση. Μάλιστα, πέρασε και στα σχολικά βιβλία και στα κουτιά με τα σοκολατάκια για να μη λησμονηθεί, μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.  Τα εθνικιστικά περιβάλλοντα κατέστησαν το μύθο των λιμναίων ως το σύμβολο μιας Ενωμένης Ελβετίας από χιλιετίες και ως μια νομιμοποίηση της ύπαρξης του νέου Ομοσπονδιακού κράτους προς τα έξω.  Ο ενθουσιασμός για τους λιμναίους άγγιξε, επίσης, τις ξένες χώρες και έτσι ξεκίνησαν έρευνες που κατέληξαν στην ανακάλυψη νέων θέσεων κατά μήκος του αλπικού τόξου, στη νότια Γερμανία, Αυστρία, Σλοβενία, βόρεια Ιταλία και ανατολική Γαλλία, όπου έχουν εντοπιστεί σχεδόν 600 θέσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία της UNESCO, δίπλα σε λίμνες ή σε έλη.
Οι γνώσεις που μας προσφέρουν οι λιμναίες εγκαταστάσεις της νεολιθικής εποχής και της εποχής του χαλκού της Ελβετίας είναι υποδειγματικές όσον αφορά την ακρίβεια στη χρονολόγηση, τη διατήρηση των υλικών και τις έρευνες στις φυσικές επιστήμες. Λείψανα της παλαιοβοτανικής και της αρχαιοζωολογίας βρίσκονται σε μεγάλη ποσότητα και σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης κάτω από τα νερά. Πρόκειται κατά κάποιον τρόπο για σημαντικά αρχεία στη διάθεση των διαφόρων κλάδων των φυσικών επιστημών, όπως η βιολογία, η κλιματολογία, η ιζηματολογία και η πεδολογία και μας επιτρέπουν να προωθήσουμε τη γνώση μας, όσον αφορά τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση κατά τη διάρκεια χιλιετηρίδων. Ξεχωριστή θέση κατέχουν ανάμεσα στα ευρήματα των λιμναίων οικισμών όσα σχετίζονται με την οργάνωση του χώρου. Μαρτυρίες έχουμε ήδη από τον Ηρόδοτο, το Διόδωρο το Σικελιώτη, το Βιτρούβιο. Πολύ νωρίς, όσον αφορά την Ελβετία, προτάθηκαν διάφορα μοντέλα για το χώρο αρχικά  στον οποίο αναπτύχθηκαν οι οικισμοί και έπειτα για τη μορφή των οικοδομημάτων που συμβάδιζε πάντα με την επιλογή του χώρου. Οι προτάσεις γίνονταν άλλοτε από αρχαιολόγους και άλλοτε από λόγιους και αξιωματούχους. Μεγάλη επιρροή για τις ερμηνείες  ασκούσαν οι ιστορίες για τους «πρωτόγονους»  οικισμούς στους Τροπικούς, που ενθουσίαζαν τους Ευρωπαίους και όσους ασχολούνταν  με τα πρώτα ευρήματα από τους λιμναίους οικισμούς. 
Ο πρώτος αρχαιολόγος που παρουσίασε επίσημα τη θεωρία του ήταν ο Ελβετός αρχαιολόγος F. Keller. Xαρακτηρίζεται ως ο  πατέρας των  λιμναίων πασσαλόπηκτων και είναι αυτός που καθιέρωσε τον όρο (λιμναία) πασσαλόπηκτη κατασκευή. Έδωσε ώθηση στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου κλάδου στην αρχαιολογία, την αρχαιολογία των λιμνών, που στήριξε το θεωρητικό της υπόβαθρο στη συνδρομή και άλλων επιστημών. Ο F. Keller επηρεασμένος από τον ενθουσιασμό που του προξένησαν τα πρώτα ευρήματα των λιμνών της Ελβετίας και επίσης από τις πολύχρωμες διηγήσεις για τους οικισμούς του Μαλαισιακού αρχιπελάγους, τις παρατηρήσεις του γάλλου εξερευνητή Jules Sebastiαn Cesar Dumont dUrville στη Νέα Γουϊνέα και κυρίως βασισμένος στον Ηρόδοτο, διατύπωσε τη θεωρία του, το 1854, στη Ζυρίχη, ότι στην Προϊστορία είχαν κατασκευαστεί οικοδομήματα πάνω σε μεγάλες εξέδρες στα ανοικτά των λιμνών γύρω από τις Άλπεις. Ο Γερμανός αρχαιολόγος H. Reinerth  τροποποίησε τις απόψεις του F. Keller και υποστήριξε το 1922 στο  Tuebingen ότι οι λιμναίοι οικισμοί είχαν οργανωθεί στις όχθες των λιμνών με υπερυψωμένα πασσαλόπηκτα οικοδομήματα. Ανάλογα με τη συμπεριφορά της υδροστάθμης βρισκόταν μέσα ή έξω από τη λίμνη. Ένας δριμύς επικριτής του H. Reinerth, ο επίσης Γερμανός αρχαιολόγος και μηχανικός Ο. Paret, το 1942 στη Στουτγκάρδη, χαρακτήρισε τους λιμναίους οικισμούς σαν μια ρομαντική πλάνη. Υποστήριξε ότι οι οικισμοί αναπτύχθηκαν στη στεγνή όχθη των λιμνών και ότι τα οικοδομήματα δεν ήταν υπερυψωμένα, αλλά κατασκευασμένα στην επιφάνεια της γης. Με την άποψή του τάχθηκε και ο Ελβετός αρχαιολόγος Emil Vogt, το 1953, στη Ζυρίχη.
Ένα φρένο σε όλη αυτή τη συνεχόμενη αντιπαράθεση ήρθε να βάλει η σύγχρονη διεθνής έρευνα από το 1970 και μετά. Αποδείχτηκε ότι είναι δυνατό λιμναίοι οικισμοί να οργανώνονται μέσα στα ρηχά νερά μιας λίμνης, με υπερυψωμένα πασσαλόπηκτα, στην όχθη μιας λίμνης, με υπερυψωμένα ή απλά πασσαλόπηκτα και πάνω σε νησίδες στα ανοιχτά  μιας λίμνης με παρόμοιες κατασκευές. Με συστηματικότερη έρευνα και μελέτη του υλικού αποδείχθηκε ότι στις όχθες με σταθερό έδαφος προτιμούνται απλά πασσαλόπηκτα με ισχυρή μόνωση του δαπέδου, ενώ σε σαθρά εδάφη κατασκευάζονται υπερυψωμένα, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και ο άλλος τρόπος δόμησης ή να συνυπάρχουν και οι δύο. Ανάμεσα στα ευρήματα των λιμναίων οικισμών που σχετίζονται με την οργάνωση του χώρου διακρίνουμε τις λεγόμενες πασσαλότρυπες. Μέσα από αυτές τις απλές τρύπες οι αρχαιολόγοι βρίσκουν τον τρόπο να δουν τα μυστικά του προϊστορικού οικισμού, τις κατόψεις των σπιτιών και των βοηθητικών κατασκευών, τους περιβόλους . Επίσης, στα υλικά δομής  που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των σπιτιών  ή τις πλατφόρμες πάνω στις οποίες τα έστηναν, συγκαταλέγονται τα ξύλα κατακόρυφα επίσης, οριζόντια ξύλα και οριζόντια, πλεγμένα. Ενώ, η ύπαρξη ξύλινου δαπέδου και κεντρικής εστίας μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί στη θέση Εγκολτσβιλ κοντά στη Ζυρίχη. Άλλα υλικά είναι  κομμάτια  πηλού από το Δισπηλιό  που έχουν καεί, και γι’ αυτό έχουν κεραμοποιηθεί,  με αποτέλεσμα να σώζουν στην επιφάνειά τους τα αρνητικά αποτυπώματα ξύλων που είχαν χρησιμοποιηθεί στην τοιχοποιία, στα δάπεδα των σπιτιών ή στη στέγασή τους. Τα ξύλα μέσα στο χώμα σαπίζουν και καταστρέφονται. Διατηρούνται μόνο όταν οι ταφονομικές τους  συνθήκες ήταν αναερόβιες, δηλαδή εκεί που βρίσκονταν τόσα χρόνια, δεν  υπήρχε οξυγόνο και το μικροπεριβάλλον τους ήταν λασπώδες. Η λάσπη, με απλά λόγια, μέσα στην οποία βρίσκονταν τα ξύλα, δεν τα άφησε να σαπίσουν.  Διατηρήθηκαν ολόκληρα και σε πολλά από αυτά σώζονται ακόμα και τα ίχνη της επεξεργασίας τους  που επιτρέπουν χρήσιμες παρατηρήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι νεολιθικοί οικοδόμοι τα χρησιμοποιούσαν  για να χτίσουν τα σπίτια τους.  Κάτι ανάλογο παρατηρούμε και στη Λίμνη Bienne, όπου δύτης βρίσκεται ανάμεσα σε πασσάλους και δεξιά, επίσης, πάσσαλοι, ενώ το έδαφος θυμίζει ελβετικό τυρί. Τα είδη ξύλων που χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο στο Δισπηλιό είναι το μαύρο πεύκο (63,57%) και ακολουθούν με μικρή διαφορά μεταξύ τους τα σκλήθρα (15,71%) και οι δρύες (12,14%). Με πολύ μικρότερα ποσοστά αντιπροσωπεύονται οι φράξοι, οι κρανιές και η υποοικογένεια Maloideae. Η πειραματική αρχαιολογία είναι αυτή που μας επιτρέπει να αναπαραστήσουμε τις διάφορες οικοδομικές φάσεις της κατασκευής ενός πασσαλόπηκτου κτίσματος: 1. υλοτόμηση, 2.πριόνισμα κατά μήκος, 3. έμπηξη στο χώμα, 4.συναρμογή, 5.σύνδεση με φυτικές ύλες, 6.τοποθέτηση των πλευρών, 7.στέγαση, 8.αποτέλεσμα. Επίσης, ξύλινες λαβές που κρατούσαν λίθινους πελέκεις μαρτυρούν την χρήση τους. Συνήθως οι ξύλινες λαβές δεν διατηρούνται σε ξηρές θέσεις της στεριάς, αλλά διατηρήθηκαν στις υγρές συνθήκες των οικισμών των Αλπικών λιμνών και του Δισπηλιού. Ανάλογες πρακτικές μαρτυρούν εθνογραφικές παρατηρήσεις, όπως για παράδειγμα  ένα σπίτι με υπερυψωμένο πάτωμα στο Benin, λίμνη Νοκουέ. Τα  λείψανα από ξύλο χρονολογούνται με τη δενδροχρονολόγηση, που μας δίνει μια καθαρή εικόνα της διαδοχής των εποχών, καταρτίζοντας ένα ακριβές χρονολογικό πλαίσιο για την Κεντρική Ευρώπη. Ενώ μια σαφή εικόνα  της εξέλιξης των νεολιθικών οικισμών στη Δυτική, Κεντρική Ελβετία και στη Ζυρίχη  έχουμε στην επόμενη εικόνα.
Τα ήσυχα πρασινογάλαζα νερά δεν  ικανοποιούν μόνο την όραση και την ακοή, αλλά παρέχουν τη δυνατότητα για εύκολο και ασφαλές ψάρεμα. Τα εργαλεία και οι πρακτικές αλιείας στις οποίες παραπέμπουν δεν έχουν αλλάξει ριζικά, από τη Νεολιθική εποχή ως σήμερα. Οι αλλαγές αφορούν  μόνο τα υλικά κατασκευής, που είναι αποτέλεσμα της προηγμένης τεχνολογίας. Στη λίμνη της Καστοριάς, όπως δείχνουν τα ευρήματα της ανασκαφής και οι σύγχρονες μαρτυρίες, οι ψαράδες, προϊστορικοί και σύγχρονοι, ψαρεύουν με πετονιές, με δίκτυα, με καμάκια και όταν υπάρχει πληθώρα  ψαριών ακόμη και με τα χέρια. Η αλιεία από τους Προϊστορικούς  ασκούνταν με αγκίστρι, απαιτούσε πετονιά, καλάμι ή κάποιο λεπτό κλαρί για να δεθεί η πετονιά και βαρίδιο για καταβύθιση και τρίαινα. Επίσης, έχει βρεθεί απανθρακωμένο δίκτυ, από την αλπική περιφέρεια, και  στη θέση Montilier στη Λίμνη Morat της Ελβετίας έχει βρεθεί νεολιθική ιχθυοπαγίδα. Όπως φαίνεται, χρησιμοποιούσαν και  αλιευτικές λέμβους, πιρόγα , ενώ και σε carte postale βρίσκουμε αναπαράσταση ψαρέματος με πιρόγα από τη θέση Portalban, Λίμνη Neuchâtel . Άλλωστε,  εθνογραφικές παρατηρήσεις για τους τρόπους αλιείας στη Λίμνη Nokoué του Benin μαρτυρούν ανάλογες πρακτικές.
O Ηρόδοτος μας λέει  πως οι κάτοικοι των λιμναίων οικισμών άνοιγαν «καταπακτές» στις πλατφόρμες, όπου ήταν χτισμένα τα σπίτια τους, για να ψαρεύουν από κει και πως γι’ αυτό έδεναν τα παιδιά τους από ένα πάσσαλο για να μην πέσουν από τις τρύπες αυτές μέσα στη λίμνη και πνιγούν «τα δε παιδία δέουσι του ποδός σπάρτω». Όμως, δεν γνωρίζουμε το φύλο των ψαράδων του προϊστορικού  λιμναίου οικισμού στο Δισπηλιό. Σύμφωνα με την παρούσα βιβλιογραφία, σε τοιχογραφίες, βραχογραφίες και σφραγίδες απεικονίζονται άνδρες ψαράδες. Υπάρχουν όμως ιστορικές μαρτυρίες για τους πρωτόγονους πληθυσμούς της Ν. Αμερικής (Ινδιάνους  Κανού στη Ν. Χιλή) που αναφέρουν γυναίκες που ψάρευαν με πετονιές και δίκτυα σε έναν καθαρά πελάγιο οικισμό. Ας μη λησμονούμε ότι και στη μινωϊκή θρησκεία απεικονίζεται στην Ύστερη εποχή του χαλκού  γυναίκα ως πότνια των ψαριών. Όσον αφορά τη διατροφή τους τα ιχθυοφαγικά κατάλοιπα  μαρτυρούν ότι οι κάτοικοι του Δισπηλιού  κατανάλωναν κυπρίνους, τσιρόνια, χέλια και μεγάλα λιμναία όστρεα. Όμως, οι Δισπηλιώτες δεν ήταν μόνο ψαράδες ήταν και κυνηγοί. Άλλωστε, το νερό μπορεί να ξεδιψάσει  τα θηράματα, που εύκολα μπορούν να γίνουν στόχος των κυνηγών.
Συνήθως το κλίμα στη λίμνη είναι περισσότερο ήπιο και εξυπηρετείται  η κτηνοτροφία με τα υπάρχοντα βοσκοτόπια, ενώ ευνοείται και η ανάπτυξη της γεωργίας στις γειτονικές εκτάσεις. Το νερό της λίμνης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πότισμα των κοντινών καλλιεργειών. Αλλά και άλλα ευρήματα, όπως είναι απανθρακωμένοι καρποί δημητριακών, οι μυλόλιθοι , οι τριπτήρες, τα πέτρινα δρεπάνια, μας πληροφορούν για τις καλλιεργητικές ασχολίες. Όμως όπως αναφέρουν αρχαίες γραπτές πηγές σε τέτοιου είδους περιβάλλοντα τα νερά είναι στάσιμα και ζεστά και υπάρχουν περιπτώσεις που οι καρποί δεν προλαβαίνουν να ωριμάσουν και καλλιέργειες, όπως τα αμπέλια, συχνά καταστρέφονται.
Όσον αφορά την Ελβετία, γνωρίζουμε ότι η γεωργία γεννήθηκε στην Εγγύς Ανατολή και αφού έφτασε στα Βαλκάνια, διαδόθηκε διαμέσου της θαλάσσιας  και ποτάμιας οδού, από τη Μεσόγειο μέχρι την Ελβετία ή από το Δούναβη μέχρι το Κέντρο της Ευρώπης. Και τα δύο ρεύματα έφθασαν στην Ελβετία. Λείψανα των πιο αρχαίων χωριών της Ελβετίας, που χρονολογούνται στις αρχές του αγροτικού πολιτισμού και βοηθούν να κατανοήσουμε τις σύνθετες διαδικασίες που  οδήγησαν στο σχηματισμό αγροτικών κοινωνιών στο κέντρο της Ευρώπης ήρθαν στο φως στις Τρεις Λίμνες Neuchâtel, Bienne, Morat.
Οι κάτοικοι των λιμναίων οικισμών στήριζαν την τροφοπρομήθειά τους και σε άλλες δραστηριότητες που όλες μαζί συγκροτούσαν μια μικτή οικονομία, για την οποία μπορούμε να βγάλουμε συγκεκριμένα συμπεράσματα, βασισμένοι στα σχετικά ευρήματα, όπως είναι τα εργαλεία και τα σκεύη που έρχονται στο φως με τις ανασκαφές .  Κοκάλινα εργαλεία πολλαπλών χρήσεων και λίθινα λειασμένα εργαλεία για κόψιμο δέντρων, για πελέκημα, για «κάρφωμα», για στίλβωμα δερμάτων και κεραμικών . Τα σκεύη κατατάσσονται σε κατηγορίες, ανάλογα με τη χρήση μπορεί να είναι μαγειρικά, διατροφικά, αποθηκευτικά και τελετουργικά, ενώ αναπαράσταση κεραμίστριας από τη  Λίμνη Morat   βρίσκουμε και  σε carte postale.
Όσον αφορά το  Δισπηλιό, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις για την εκμετάλλευση των λεγόμενων «δευτερογενών προϊόντων» των ζώων. Εκτός από  κάποια  σποραδικά υφαντικά βάρη στις νεώτερες φάσεις του οικισμού, τα σφοντύλια και οι αγνύθες, δεν αποτελούν συνηθισμένα ευρήματα στο Δισπηλιό. Επίσης, στο Δισπηλιό αλλά και στην Αλπική περιφέρεια, ο «λιμναίος» δρόμος, που προφανώς τον διέσχιζαν με μονόξυλα συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός υποτυπώδους εμπορίου και στη διακοινοτική επικοινωνία. Οι επαφές του Δισπηλιού αποκαθίστανται μέσα από την εύρεση είτε πρώτων υλών, είτε αντικειμένων που δεν προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή του οικισμού. Βραχιόλια από το γνωστό θαλασσινό όστρεο Spondylus Gaederopus είναι τα πιο συνηθισμένα παρόμοια ευρήματα, ενώ δεν λείπουν και κοινά θαλασσινά όστρεα με οπή που χρησιμοποιούνταν ως κοσμήματα, καθώς και κοσμήματα από κέρατο ελαφιού με οπή. Οι αρχαίοι συγγραφείς συμπληρώνουν, μάλιστα, ότι τα μικρά ευκίνητα πλοιάρια, τα μονόξυλα, σε υγρά περιβάλλοντα, χρησιμοποιούνται και ως πολεμικό μέσο για ναυμαχίες, ενώ οι υδάτινοι δρόμοι, ενίοτε, γίνονται χώροι για ληστρικές δραστηριότητες και τυχοδιωκτική εκμετάλλευση. Το υγρό στοιχείο χρησιμοποιείται συχνά από τους ανθρώπους των λιμνών και ως αμυντική οχύρωση.
Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, οι επιπτώσεις του συγκεκριμένου φυσικού περιβάλλοντος επηρεάζουν και τη βιολογική ανάπτυξη των  ανθρώπων. Οι άνθρωποι που κατοικούν σε  τέτοια οικοσυστήματα είναι νωχελικοί και με βαριά διάθεση. Εξάλλου, στο Δισπηλιό οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως αντικείμενα-ευρήματα που πρέπει να σχετίζονται με την κοινωνική οργάνωση μιας προϊστορικής κοινότητας, που μας βοηθούν να μιλήσουμε, έστω και υποθετικά, για τις κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σ’ αυτήν. Εκτός από τα ειδώλια, τα κοσμήματα, στη διακόσμηση των  αγγείων, τις ταφές,  υπάρχουν και «πράγματα» που πιστεύεται πως εξυπηρετούσαν ένα σύστημα επικοινωνίας, και τα οποία θεωρήθηκαν πολύ σημαντικά και σπάνια γιατί μας αποκαλύπτουν κοινωνικές λειτουργίες που ακόμα σήμερα παίζουν σημαντικό ρόλο.  Τα αντικείμενα αυτά είναι: Ένα κομμάτι ξύλο κέδρου, μια ξύλινη πινακίδα, που το 1993 βρέθηκε στο βυθό της λίμνης και χρονολογήθηκε με τη μέθοδο C14, στα 5260 π.Χ.. Στην επιφάνειά του έχουν χαραχτεί με αιχμηρό αντικείμενο εννιά αράδες με «περίεργες» γραμμές κάθετες και οριζόντιες, άλλες που μας θυμίζουν το Δ, το ανάποδο Ε ή το Λ. Παρόμοια σήματα συναντάμε στη γνωστή μας «Γραμμική Α», μια γραφή που δεν έχει ακόμα αποκρυπτογραφηθεί και γι’ αυτό δεν μπορούμε να πούμε πολλά. Επίσης, βρέθηκε ένας μικρός  αριθμός, μέχρι σήμερα, πήλινων και κοκάλινων αντικειμένων που μπορούμε να τα εντάξουμε στην ομάδα αυτή των νεολιθικών «σημάτων», «μηνυμάτων», που κρατούν καλά φυλαγμένο το μυστικό τους. Υπάρχουν, όμως, και άλλα ευρήματα, «λιγότερο εχέμυθα». Ένα τέτοιο είναι οι τρεις ή τέσσερις οστέινες φλογέρες που βρέθηκαν στο Δισπηλιό και ειδικότερα μια φλογέρα μήκους 12 εκ. που είναι σκαλισμένη στο μηριαίο οστό κάποιου μεγάλου πουλιού, ίσως κάποιου πελεκάνου. Αν και μορφολογικά  θυμίζει σύγχρονη φλογέρα, το εύρημα χρονολογείται την 6η χιλιετία. Γύρω στο 3500 π.Χ. ο οικισμός του Δισπηλιού πρέπει να εγκαταλείφθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του. Πιθανότατα για λόγους οικολογικούς (επισιτιστικούς-οικονομικούς). Μερικοί έμειναν πίσω και συνέχισαν να ζουν στον «συρρικνωμένο πια  λιμναίο οικισμό». Οι οικισμοί της Ελβετίας συνέχισαν να κατοικούνται μέχρι το 800 π.Χ. Καθώς προχωρούσε η έρευνα οι αρχαιολόγοι σκέφθηκαν ότι από την ανασκαφή δεν θα φαινόταν τίποτε που να μπορούσε να καταλάβει ο ανειδίκευτος επισκέπτης. ΄Ετσι κατέληξαν να κάνουν μιαν αναπαράσταση του οικισμού, έστω και μερική, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα που είχαν συγκεντρώσει. Επελέγη ένας χώρος που διαμορφώθηκε ανάλογα και σε φυσικές διαστάσεις κτίστηκαν λίγες καλύβες, σύμφωνα πάντα με τις αρχαιολογικές πληροφορίες που έχει δώσει η ανασκαφή, ώστε ο επισκέπτης να μπορέσει να δει πώς ήταν οι κατοικίες και ποιος ήταν ο οικιακός εξοπλισμός σε έναν λιμναίο οικισμό της νεολιθικής εποχής. ΄Ετσι, σε συνδυασμό με το μικρό μουσείο και τον αρχαιολογικό χώρο, ο επισκέπτης έχει μια πιο χειροπιαστή εικόνα της κατοίκησης εκείνης της μακρινής εποχής.
Γενικότερα, η επιμονή να δημιουργούν και να αναπτύσσουν οικισμούς και πολιτισμούς δίπλα σε στάσιμα νερά, πρέπει να αναζητηθεί στους πρώτους ανθρώπους οι οποίοι προτίμησαν να ζήσουν στο συγκεκριμένο οικοσύστημα, δικαιώνοντας τη ρήση των αρχαίων Αιγυπτίων ότι ο άνθρωπος  είναι «έλειον και λιμνώδες ζώον». Οι λιμναίοι οικισμοί έχουν κάτι το ξεχωριστό, έρχονται και φεύγουν κατά πως θέλει η στάθμη του νερού  ενώ τα πολύ καλοδιατηρημένα  ευρήματά τους φέρνουν  πιο κοντά στην εποχή του ανθρώπου του Διαστήματος τα καθόλου ευκαταφρόνητα επιτεύγματα των νεολιθικών λιμναίων; ή παραλίμνιων; οικιστών τους. ( Η  διάλεξη  αυτή δόθηκε στις 19 Μαϊου 2009 στην Αθήνα, μετά από πρόσκληση που δέχθηκα από τον Ελληνο-Ελβετικό Σύνδεσμο με την ευκαιρία περιοδικής έκθεσης στο LATÉNIUM της Ελβετίας, από 31 Οκτωβρίου 2008 μέχρι 7 Ιουνίου 2009 με τον τίτλο  L’IMAGINAIRE LACUSTRE. Visions d’une civilisation engloutie’ ( 31 octobre 2008 au 7 juin 2009). 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...