Από τη δεκαετία του 1990 (Rees, 1992, Wackernagel και Rees, 1996, Wackernagel et al., 1997) μπήκε στη ζωή μας η έννοια του οικολογικού αποτυπώματος (το οικολογικό αποτύπωμα ενός πληθυσμού αντιπροσωπεύει την έκταση των παραγωγικών χερσαίων και υδατικών οικοσυστημάτων που απαιτείται για την παραγωγή των πόρων που χρησιμοποιούνται, αλλά και για να αφομοιωθούν τα απόβλητα που παράγονται και οι κάθε είδους οχλήσεις στο φυσικό περιβάλλον, από ένα συγκεκριμένο πληθυσμό με ένα συγκεκριμένο βιοτικό επίπεδο, ώστε να διατηρηθεί η βιώσιμη ανάπτυξη). Κατ’ αντιστοιχία τα επόμενα χρόνια αναπτύχθηκαν οι έννοιες ‘’αποτύπωμα άνθρακα'' και ‘’αποτύπωμα νερού ή υδατικών πόρων’’ (water footprint). Το αποτύπωμα νερού, που μετρά (υπάρχει ακόμη αρκετή σύγχυση για τον υπολογισμό του) ..........
κατ’αρχήν το μέγεθος της κατανάλωσης νερού, ξεκίνησε από μια προσπάθεια των διεθνών Οργανισμών (Unesco, FAO, OHE), ώστε να προσφέρει κατάλληλα εργαλεία στους φορείς χάραξης πολιτικής και στις κυβερνήσεις, αλλά και για να ευαισθητοποιήσει και την κοινή γνώμη για τη σημασία που οφείλουν να δίδουν όλοι στη σωστή διαχείριση των υδατικών πόρων.
Το αποτύπωμα νερού είναι ο δείκτης της ποσότητας νερού που καταναλώνεται-χρησιμοποιείται για την παραγωγή των διάφορων προϊόντων και τροφίμων (εισαγόμενα και εγχώρια), αλλά και για τη καθημερινή μας υγιεινή κα υγεία και καλύπτει τόσο τη διαδικασία παραγωγής ενός προϊόντος, όσο και τη μεταφορά των αγαθών. Για παράδειγμα, ένα μήλο που ζυγίζει 100 γραμμάρια έχει «αποτύπωμα νερού» 70 λίτρα μέχρι να φτάσει στον καταναλωτή, για ένα ποτήρι μπύρα απαιτούνται 75 λίτρα νερού, ενώ για ένα φλιτζάνι καφές το διπλάσιο, δηλαδή 140 λίτρα νερού, για ένα λίτρο γάλακτος 1000 λίτρα, για ένα χάμπουργκερ 2400 λίτρα και για ένα βαμβακερό T-shirt 2000 λίτρα και για ένα κιλό ρύζι 3000 λίτρα νερό κατά μέσο όρο. Αντίστοιχα, το αποτύπωμα νερού για την παραγωγή ενός κιλού καλαμποκιού, είναι 900 με 1500 λίτρα νερού, ενώ η βιομηχανική παραγωγή ενός κιλού μοσχαρίσιου κρέατος ξεπερνά τα 15000 λίτρα νερού, του κοτόπουλου τα 3900 λίτρα και του χοιρινού τα 4900 λίτρα νερού ανά κιλό παραγόμενου προϊόντος.
Το αποτύπωμα όμως του νερού, μετρά πρωταρχικά το μέγεθος της κατανάλωσης, αλλά και την ποιότητα και τη σύνθεση της κατανάλωσης. Σε αυτό, πέρα από τις παραγωγικές διαδικασίες του αγροτικού και βιομηχανικού τομέα και τις καταναλωτικές συνήθειες, επιδρούν και οι κλιματικές συνθήκες, οι γεωργικές πρακτικές, η τεχνολογία, οι αποδόσεις και το εδαφο-μορφολογικό υπόβαθρο κάθε περιοχής. Δηλαδή, οι σημαντικότεροι παράγοντες καθορισμού του υδάτινου αποτυπώματος είναι:
-η ποσότητα της κατανάλωσης, η οποία σχετίζεται άμεσα με το ΑΕΠ της χώρας,
-οι καταναλωτικές συνήθειες και τα πρότυπα (για παράδειγμα υψηλή ή χαμηλή κατανάλωση κρέατος),
-το κλίμα και
-οι πρακτικές που χρησιμοποιούνται στη γεωργική παραγωγή και στις βιομηχανικές διεργασίες ως προς την ενεργειακή χρήση του νερού.
Εξάλλου, σε ατομικό επίπεδο, φαίνεται πως η αλλαγή των διατροφικών μας επιλογών μπορεί να επηρεάσει πολύ περισσότερο το αποτύπωμα νερού από άλλες αλλαγές, όπως είναι η ατομική υγιεινή (ντους αντί λουτρό κ.τ.λ.) ή και ο τρόπος που ποτίζουμε. Το αποτύπωμα νερού ενός κράτους ορίζεται ως ο συνολικός όγκος του γλυκού νερού που χρησιμοποιείται για την παραγωγή, τα αγαθά και τις υπηρεσίες και που καταναλώνονται από τους ανθρώπους αυτού του κράτους. Σημειώνεται ότι όλα τα αγαθά που καταναλώνονται σε μία συγκεκριμένη χώρα μπορεί να μη παράγονται στη χώρα αυτή. Δηλαδή το αποτύπωμα νερού αποτελείται από το τμήμα εκείνο που αφορά εγχώριους υδατικούς πόρους, αλλά και νερό εκτός των συνόρων της χώρας.
Η σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη κατανάλωση και τη χρήση του νερού παραμένει κομβικής σημασίας εν μέσω των κλιματικών αλλαγών (προβλέψεις του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών το οποίο έχει προβλέψει εκτεταμένες ελλείψεις νερού στην Ασία, την Αφρική αλλά και την Ευρώπη –κυρίως τη νότια) και καθώς οι υδάτινοι πόροι του πλανήτη φαίνεται να αποτελούν το μεγαλύτερο θύμα αυτών. Η γεωργία υπολογίζεται ότι απορροφά το 73% του παγκόσμιου υδάτινου αποτυπώματος των καταναλωτικών προϊόντων. Το ρύζι, η βασική διατροφή για το μεγαλύτερο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού υπολογίζεται ότι απορροφά το 21% των υδάτων που χρησιμοποιούνται στη γεωργία. Οι καλλιέργειες σίτου απορροφούν το 12%, το καλαμπόκι 9% και η σόγια 4%. Η χρησιμοποίηση παρωχημένων ή μη φιλικών για το περιβάλλον και τους υδάτινους πόρους τακτικών στη γεωργική παραγωγή, ένα θέμα που συνεχίζει εδώ και χρόνια να απασχολεί και την Ελλάδα, είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες αύξησης του υδάτινου αποτυπώματος: το Ιράν έχει μία μέση κατανάλωση 1.624 κ.μ. ανά κάτοικο, αριθμός ιδιαίτερα υψηλός για τις διατροφικές και εν γένει καταναλωτικές συνήθειες της χώρας, οφειλόμενος κυρίως σε γεωργικές μεθόδους οι οποίες δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους την εξοικονόμηση νερού. Αποτέλεσμα αυτών των μεθόδων είναι η «χαμηλή παραγωγικότητα» των χρησιμοποιούμενων υδάτινων πόρων. Οι περιοχές όπου παρατηρείται η χαμηλότερη παραγωγικότητα βρίσκονται συνήθως στη νότια Ασία και την Αφρική.
Ο παγκόσμιος μέσος όρος (1997-2001) για το αποτύπωμα νερού είναι 1240 κυβικά μέτρα ανά κάτοικο για κάθε έτος, οι ΗΠΑ φαίνεται να έχουν το προβάδισμα με μέσο αποτύπωμα νερού 2480, η Ισπανία και η Ιταλία έχουν μια μέση κατανάλωση με 2300–2400 κυβικά μέτρα το χρόνο, ενώ η Κίνα έχει κατά μέσο όρο αποτύπωμα που φτάνει τα 700 κυβικά μέτρα νερού ανά κάτοικο κάθε έτος.
Ωστόσο, υπάρχουν τρόποι άμεσης μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Η αύξηση της παραγωγικότητας των χρησιμοποιούμενων υδάτινων πόρων αποτελεί το βασικότερο ζητούμενο. Στη σημερινή εποχή είναι αδιανόητο να σταματήσομε να παράγουμε βασικά για τη διαβίωσή μας τρόφιμα, ιδίως από τη στιγμή μάλιστα που λόγω οικονομικών συνθηκών βρίσκεται εν μέσω μιας τεράστιας διατροφικής κρίσης. Η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της υιοθέτησης νέων μεθόδων αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση για την παγκόσμια γεωργία, αφού από κάτι τέτοιο όχι μόνο θα εξαρτηθεί η επιβίωση και η ανάπτυξή της, αλλά και η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων και αγαθών, όπως βέβαια και το υδάτινο αποτύπωμα. Η επαναχρησιμοποίηση νερού σε καλλιέργειες και η μεταφορά καλλιεργειών από ζώνες χαμηλής παραγωγικότητας σε ζώνες υψηλής παραγωγικότητας είναι μάλλον πολύ ακριβές για τα περισσότερα κράτη της Ασίας και της Αφρικής που αντιμετωπίζουν και τα μεγαλύτερα προβλήματα. Μια νέα προσέγγιση στις καταναλωτικές συνήθειες –ιδιαιτέρως του δυτικού κόσμου- είναι επίσης απαραίτητη. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι αρκετά δύσκολο αν συνυπολογιστεί για παράδειγμα η αυξανόμενη ζήτηση κρέατος, αλλά και η έλλειψη γενικότερης ευαισθητοποίησης για τους υδατικούς πόρους, ακόμα και από ανθρώπους που θεωρούνται ευαισθητοποιημένοι γενικά σε περιβαλλοντικά ζητήματα.(Πηγή: www.waterfootprint. org).