(πηγή: σταχυολόγηση από άρθρο Καθηγητή ΑΠΘ, Β.Π.
Παπαναστάσης,
http://www.unibas.it/desertnet/dis4me/issues/issue_overgrazing_gr.htm#description). Η βόσκηση αποτελεί μια παλαιά πρακτική στις χώρες
της μεσογειακής Ευρώπης, η οποία ανάγεται στη Νεολιθική περίοδο με την άφιξη
στην περιοχή των πρώτων εξημερωμένων προβάτων και αιγών. Από τότε η ζωική
παραγωγή κατέστη επικρατούσα ανθρώπινη δραστηριότητα στηρίζοντας πολιτισμούς
και διαμορφώνοντας οικοσυστήματα και τοπία της Μεσογείου.
Κατά τη βιβλιογραφία-συζήτηση των παραγόντων που ευθύνονται για την αποψίλωση στις μεσογειακές χώρες, ο Thirwood (1981) θεωρεί τη βόσκηση από τα κατοικίδια ζώα μεταξύ των σημαντικότερων αιτιών, με τις κατσίκες να προτιμούνται για βόσκηση σε δασικές περιοχές. Επίσης, ο Tsoumis (1985) θεωρεί ότι η βόσκηση συμβάλει σε σημαντικό βαθμό στην αποψίλωση, περισσότερο από τις γεωργικές πρακτικές, με τις κατσίκες στον ρόλο του κύριου υπαίτιου της καταστροφής. Τις ίδιες απόψεις υιοθετεί και ο Tomaselli (1977), ο οποίος επιπλέον επισημαίνει ότι η βόσκηση μπορεί να αποτρέψει την εξέλιξη των φρύγανων και θάμνων στα υψηλά δάση. Στα μέσα του περασμένου αιώνα, οι γνώμες εναντίον των αιγών ήταν τόσο ισχυρές, ώστε ορισμένες χώρες έπρεπε να λάβουν αποφασιστικά μέτρα για να μειώσουν τον αριθμό τους ή ακόμα και την εξάλειψή τους, επιδοτώντας τη σφαγή τους (FAO,1964). Ως εκ τούτου, αναπτύχθηκε η θεωρία του "Κατεστραμμένου Τοπίου" για τη Μεσογειακή Ευρώπη (Grove and Rackham, 2001). Στην πραγματικότητα, η κατηγορία για τα αγροτικά ζώα περί καταστροφής του περιβάλλοντος συγχέεται με την κακοδιαχείριση που εφαρμόζεται για την οποία υπεύθυνα είναι τα πρόσωπα και όχι τα ζώα (Papanastasis, 1986).
Κατά τη βιβλιογραφία-συζήτηση των παραγόντων που ευθύνονται για την αποψίλωση στις μεσογειακές χώρες, ο Thirwood (1981) θεωρεί τη βόσκηση από τα κατοικίδια ζώα μεταξύ των σημαντικότερων αιτιών, με τις κατσίκες να προτιμούνται για βόσκηση σε δασικές περιοχές. Επίσης, ο Tsoumis (1985) θεωρεί ότι η βόσκηση συμβάλει σε σημαντικό βαθμό στην αποψίλωση, περισσότερο από τις γεωργικές πρακτικές, με τις κατσίκες στον ρόλο του κύριου υπαίτιου της καταστροφής. Τις ίδιες απόψεις υιοθετεί και ο Tomaselli (1977), ο οποίος επιπλέον επισημαίνει ότι η βόσκηση μπορεί να αποτρέψει την εξέλιξη των φρύγανων και θάμνων στα υψηλά δάση. Στα μέσα του περασμένου αιώνα, οι γνώμες εναντίον των αιγών ήταν τόσο ισχυρές, ώστε ορισμένες χώρες έπρεπε να λάβουν αποφασιστικά μέτρα για να μειώσουν τον αριθμό τους ή ακόμα και την εξάλειψή τους, επιδοτώντας τη σφαγή τους (FAO,1964). Ως εκ τούτου, αναπτύχθηκε η θεωρία του "Κατεστραμμένου Τοπίου" για τη Μεσογειακή Ευρώπη (Grove and Rackham, 2001). Στην πραγματικότητα, η κατηγορία για τα αγροτικά ζώα περί καταστροφής του περιβάλλοντος συγχέεται με την κακοδιαχείριση που εφαρμόζεται για την οποία υπεύθυνα είναι τα πρόσωπα και όχι τα ζώα (Papanastasis, 1986).
Οι βοσκότοποι της Μεσογείου περιλαμβάνουν
περιοχές με βοσκές, γνωστές και ως λιβάδια, καθώς επίσης και
"δασικούς" βοσκότοπους, ήτοι χαμηλές θαμνώδεις εκτάσεις (π.χ.
φρύγανα), θάμνους (π.χ. garrigue, maquis, matorral) και αραιά δάση (κάλυψη δέντρων
λιγότερο από 40%), επίσης γνωστά ως δασοποιμενικά συστήματα.....(για τη συνέχεια)
Σύμφωνα με τον Le Houerou (1981), αυτοί οι
βοσκότοποι χρησιμοποιούνται από περίπου 300 εκατομμύρια ζώων, δηλαδή πρόβατα, αίγες,
χοίροι, βοοειδή, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και καμήλες. Τα πρόβατα και οι αίγες
κυριαρχούν σε ποσοστό περίπου 75% του συνολικού πληθυσμού. Όλα αυτά τα ζώα
βοσκούν μία έκταση περίπου 830.000 χλμ² που αντιστοιχεί σε ένα επίπεδο περίπου
2,2 ισοδύναμης πυκνότητας προβάτων ανά εκτάριο. Εάν θεωρήσουμε ότι η δυνατότητα
βόσκησης των μεσογειακών βοσκότοπων δεν υπερβαίνει το αντίστοιχο 1
/εκτάριο/έτος κατά μέσο όρο, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι
περιοχές αυτές υπερβόσκονται σε μεγάλο βαθμό. Εντούτοις, η ένταση βόσκησης δεν
κατανέμεται ομοιόμορφα σε όλους τους μεσογειακούς βοσκότοπους και είναι βεβαίως
υψηλότερη στο νότο απ' ό,τι στη βόρεια Μεσόγειο. Στην μεσογειακή Ευρώπη, επίσης
υπάρχει άνιση κατανομή μεταξύ περιοχών με μεγάλη υπερβόσκηση (πχ. πεδινά, γύρω
από τα χωριά) και υποβόσκηση (απομακρυσμένες περιοχές).
Κατά τη συζήτηση των αιτιών της υπερβόσκησης στα βοσκοτόπια της Μεσογείου, ο Le Houerou (1981) θεωρεί ως
κύριο παράγοντα το ίδιο το μεσογειακό
κλίμα, και πιο συγκεκριμένα τους ήπιους και βροχερούς χειμώνες που
επιτρέπουν στα ζώα να μένουν στην ύπαιθρο όχι μόνο το καλοκαίρι - όπως
συμβαίνει στις εύκρατες περιοχές - αλλά και το χειμώνα, προκαλώντας ετήσιες
σχεδόν περιόδους βόσκησης. Ως δεύτερη αιτία θεωρεί ότι είναι οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που
παρέχουν μια κοινωνική θέση στους αγρότες που είναι ιδιοκτήτες μεγάλων κοπαδιών
ή αναγκάζει τους αγρότες να εκτρέψουν μεγάλα κοπάδια προκειμένου να επιβιώσουν.
Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλοι, πολύ σημαντικοί παράγοντες. Ένας από αυτούς είναι η περιθωριοποίησης των περιοχών βόσκησης
στην περιοχή της Μεσογείου που αποτελούνται από λοφώδεις και ορεινές περιοχές
με σχετικά ρηχά και πετρώδη εδάφη και απότομες κλίσεις με συνέπεια τη χαμηλή
παραγωγικότητα και ικανότητα για βόσκηση. Στις ξηρές και ημίξηρες περιοχές, το
πρόβλημα αυτό επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από τη μικρή και ακανόνιστη
βροχόπτωση. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης. Ένα μεγάλο ποσοστό βοσκοτόπων
στην περιοχή της Μεσογείου συμπεριλαμβανομένων των κρατικών ή δημοτικών της
νότιας Ευρώπης όπου χρησιμοποιούνται για κοινόχρηστη βόσκηση από τα ζώα των
κατοίκων της περιοχής (π.χ. στο νησί της Κρήτης, Papanastasis, 1993). Στο
πλαίσιο αυτού του κοινοτικού συστήματος, η διαχείριση της βόσκησης είναι
δύσκολη ή αδύνατη και πολύ συχνά οδηγεί στην υπερβόσκηση (Papanastasis, 1988).
Μια τελευταία αιτία είναι οι πολιτικές
της Ε.Ε που εφαρμόσθηκαν πριν την έναρξη ισχύος της Ατζέντα 2000, οι οποίες
επιχορηγούσαν τον αριθμό των ζώων, ενθαρρύνοντας έτσι τους αγρότες στις
μεσογειακές χώρες της Ε.Ε να αυξάνουν τον αριθμό των κοπαδιών τους προκειμένου
να λάβουν περισσότερη επιδότηση (Dubost, 1998 Pulina et Al, 1998).
Η βόσκηση
επιδρά πολλαπλά στα φυσικά οικοσυστήματα. Τα ζώα απομακρύνουν τα φύλλα από
τα φυτά και συνεπώς επηρεάζουν την ανάπτυξη, την υγεία, την αναπαραγωγή των
φυτών, όπως επίσης τη βιοποικιλότητα, την φυτοκάλυψη και τη βιομάζα, με
επακόλουθο την δημιουργία γυμνών εδαφών. Κατά την βόσκηση τα ζώα ποδοπατούν
επίσης το έδαφος μειώνοντας έτσι το πορώδες και την ταχύτητα διήθησης του νερού
και αυξάνοντας την επιφανειακή απορροή. Στην περίπτωση απότομων κλίσεων και
εδαφών με μεγάλη διαβρωσιμότητα, η διάβρωση μπορεί να καταλήξει σε ερημοποίηση.
Ωστόσο αυτό ενδέχεται να συμβεί μόνο όταν γίνεται συστηματικά υπερβόσκηση,
δηλαδή όταν προσπαθούν πάρα πολλά ζώα να τραφούν σε μία περιοχή όπου η βλάστηση
ανανεώνεται με χαμηλό ρυθμό (Dregne, 1978).
Η υπερβόσκηση έχει αρνητική επίπτωση στην
ποικιλία των φυτικών ειδών. Αν και κάποια ιδιαίτερα είδη φυτών προσαρμόζονται
στην εντατική βόσκηση ή φαίνονται να ευνοούνται λόγω της μείωσης του
ανταγωνισμού (π.χ. Grove and Rackham, 2001, Bergmeier, 1998), η συνολική
επίδραση της υπερβόσκησης είναι αρνητική, ιδιαίτερα στα λιβάδια (π.χ. ; Papanastasis
et al.
2002, Koutsidou and Margaris,
1998). Αντίθετα, η ήπια βόσκηση έχει ευεργετική επίδραση στην ποικιλομορφία των
φυτών (Noy-Meir, 1998, Montalvo et al., 1993), αλλά ή απουσία βόσκησης ή η
υπο-βόσκηση μπορεί επίσης να έχει αρνητικά αποτελέσματα (Peco et al., 1998). Οι
βοσκότοποι που δεν βοσκούνται καθόλου ή λίγο παρουσιάζουν τα προβλήματα των
εγκαταλειμμένων εδαφών στα οποία έχουν εισβάλει δασώδη είδη, ενισχύοντας τον
κίνδυνο πυρκαγιάς με επακόλουθο την φυσική καταστροφή.
Στα δασώδη βοσκοτόπια, ο αντίκτυπος της
υπερβόσκησης μπορεί να μην είναι δυσμενής για την βιοποικιλότητα των ειδών
επειδή τα δασώδη είδη μπορούν να διαδραματίσουν ένα προστατευτικό ρόλο. Αυτό
συμβαίνει με τις φυτοκοινότητες από φρύγανα, στις οποίες τα είδη των φρυγάνων,
που έχουν δυσάρεστη γεύση για τα ζώα, μπορούν να προστατεύσουν τα ετήσια φυτά
τα οποία καλύπτουν από την υπερβόσκηση. Εντούτοις, αυτός ο προστατευτικός ρόλος
περιορίζεται στην περίπτωση που η υπερβόσκηση συνδυασθεί με τις πυρκαγιές
(Papanastasis et Al, 2002).
Οι πυρκαγιές που προκαλούνται από τους
κτηνοτρόφους προκειμένου να ελέγξουν την ανεπιθύμητη ανάπτυξη της βλάστησης
είναι μια κοινή πρακτική σε διάφορα μέρη της μεσογειακής Ευρώπης (π.χ. Κορσική,
Σαρδηνία, Κρήτη, Δ. Ελλάδα). Αν και η μεσογειακή βλάστηση έχει προσαρμοστεί σε
αυτές τις περιπτώσεις και συνήθως επαναπτύσσεται μετά, μπορεί εντούτοις να
καταστραφεί εάν η φωτιά συνδυασθεί με την υπερβόσκηση. Διάφορες μελέτες έδειξαν
ότι ο συνδυασμός πυρκαγιών και υπερβόσκησης είναι η κύρια αιτία υποβάθμισης και
ερημοποίησης των βοσκοτόπων στη μεσογειακή Ευρώπη (π.χ. Margaris and Koutsidou,
1998, Pantis and Mardiris, 1992).
Συμπερασματικά, η υπερβόσκηση συνδέεται με την ερημοποίηση στη μεσογειακή Ευρώπη
ιδιαίτερα στις περιοχές που συνδυάζεται με τις πυρκαγιές.
-Η περίπτωση της υπερβάσκησης στο όρος
Ψηλορείτης, Κρήτη. Το όρος Ψηλορείτης έχει ύψος 2.456 μ., βρίσκεται στο
κέντρο της Κρήτης σε μια περιοχή περίπου 500 χλμ² και απλώνεται συνήθως σε
υψόμετρο άνω των 600 μ. Κατοικείται από περίπου 18.000 μόνιμους κατοίκους σε 20
χωριά. Το μητρικό πέτρωμα που επικρατεί είναι συμπαγής ασβεστόλιθος με κόκκινα
εδάφη. Το κλίμα είναι ύφυγρο Μεσογειακό με υγρούς και ήπιους χειμώνες που
γίνονται ψυχροί στα μεγάλα υψόμετρα. Η βλάστηση είναι σύνθετη, περιλαμβάνοντας
συνήθως αειθαλή αλλά και μερικά φυλλοβόλα δασικά είδη καθώς επίσης και είδη
φρυγάνων, τα οποία και επικρατούν στην περιοχή. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της
γης είναι επίσης σύνθετο, με τα γεωργικά εδάφη να είναι κυρίως ιδιόκτητα ενώ τα
δάση και οι βοσκότοποι ανήκουν στο κράτος και το δικαίωμα της εκμετάλλευσής
τους ανήκει στις τοπικές κοινωνίες. Τα εδάφη είναι πολύ αβαθή (< 15 εκατ.) ή
αβαθή (15-30 εκατ.) στο μεγαλύτερο μέρος του ορεινού όγκου ενώ περίπου το 40%
της επιφάνειας καλύπτεται από βράχους (Pendarakis, 1994). Γίνονται βαθύτερα
όπου υπάρχουν κολλούβια, τα οποία είναι περιορισμένα στην περιοχή και
βρίσκονται στους πρόποδες του όρους.
Η κτηνοτροφία αποτελεί παραδοσιακή δραστηριότητα
που υπάρχει στην περιοχή από τη νεολιθική περίοδο (Lyrintzis and Papanastasis, 1995). Τις τελευταίες
δεκαετίες ο αριθμός των ζώων βόσκησης έχει αυξηθεί εντυπωσιακά, κυρίως λόγω των
εθνικών πρωτοβουλιών, και, ειδικά από το 1981 (όπου η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας), λόγω των επιδοτήσεων της Ε.Ε. Με βάση τα εθνικά στατιστικά
στοιχεία, οι αριθμοί προβάτων και αιγών, μεταξύ 1961 και 1991, αυξήθηκαν κατά
529% και 279%, αντίστοιχα. Τα μεγάλα αυτά νούμερα οδήγησαν το 1991 σε ένα μέσο
επίπεδο βόσκησης 4,6 ζώων/εκτάριο/έτος (Menjli, 1994), το οποίο είναι
τουλάχιστον τέσσερις φορές μεγαλύτερο από την μέση ικανότητα βόσκησης των
λιβαδιών (Papanastasis et Al, 1990), καταλήγοντας σε υπερβόσκηση. Με σκοπό την
μελέτη της επίπτωσης της υπερβόσκησης στον Ψηλορείτη, έγινε ανάλυση
αεροφωτογραφιών της περιοχής για τα έτη 1961 και 1989 και προσδιορίστηκαν και
καταγράφηκαν οι σημαντικότεροι τύποι χρήσης/κάλυψης της γης για τις ίδιες
χρονιές. Τα αποτελέσματα παρουσίασαν αύξηση των αραιής και μέσης πυκνότητας
θαμνωδών εκτάσεων (κυρίως οικοσυστήματα με φρύγανα) σε βάρος των μεγάλης
πυκνότητας εκτάσεων, καθώς επίσης και των δασών. Αυτή η εξέλιξη υποδηλώνει την
εδαφική υποβάθμιση αφού λιγότεροι θάμνοι αναλογούν σε λιγότερη δασώδη
φυτοκάλυψη για την προστασία του εδάφους και την στήριξη της παραγωγικότητάς
του. Οι συνέπειες της υπερβόσκησης ήταν σοβαρότερες όπου αυτή συνδυάστηκε με
τις τεχνητές πυρκαγιές στα βοσκοτόπια.
Η υπερβόσκηση συνιστά μέρος της διαχείρισης της
γης αλλά ως διαδικασία επηρεάζεται επίσης από διάφορους φυσικούς και
κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες. Οι δείκτες αξιολόγησης μπορεί να σχετίζονται
με τη διαχείριση, τη βλάστηση και τις αβιοτικές συνθήκες όπως επίσης και τις
κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές.
Η υπερβόσκηση προκαλείται όταν ο αριθμός ζώων που
χρησιμοποιούν ένα βοσκότοπο είναι μεγαλύτερος από την ικανότητά του για
βόσκηση, θεωρώντας ότι ο επιπλέον αριθμός ζώων θα μπορούσε να είναι από μερικά
έως πάρα πολλά. Κατά συνέπεια, ο αριθμός ζώων που εκτρέφονται σε ένα βοσκότοπο
ή η ένταση βόσκησης, που εκφράζεται ως χώρος βόσκησης, συνιστά ένα πολύ
σημαντικό δείκτη υποβάθμισης των βοσκοτόπων (Papanastasis, 1998 ; 2000). Λόγω
του διαφορετικού τρόπου συλλογής της τροφής που εφαρμόζουν τα διάφορα είδη των
ζώων, κατά τη βόσκηση, η επίπτωση στην βλάστηση είναι διαφορετική (Rook et al.,
2004) και επομένως το είδος των ζώων είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος στη
διαδικασία υπερβόσκησης. Επίσης, το σύστημα εκτροφής των ζώων στα λιβάδια είναι
σημαντικός παράγοντας. Για παράδειγμα, η συνεχής βόσκηση σε όλη τη διάρκεια του
έτους είναι δυσμενέστερη για τη σύνθεση των φυτικών ειδών από ένα εποχιακό ή
εναλλασσόμενο σύστημα εκτροφής (Sternberg et Al, 2000). Ήδη έχει αναφερθεί ότι
ο συνδυασμός της υπερβόσκησης με τις πυρκαγιές μπορεί να είναι
καταστρεπτικότερος από ότι η καθεμία διαδικασία από μόνη της. Η κατανομή της
διαθέσιμης υποδομής μπορεί να υποδείξει ποιός βοσκότοπος θα χρησιμοποιηθεί
ομοιόμορφα ή όχι. Υπό φυσιολογικές συνθήκες τα ζώα τείνουν να βοσκήσουν πιο
έντονα κοντά στα μέρη όπου ποτίζονται και κοντά στους στάβλους παρά μακρύτερα
(Ghossoub, 2003). Τέλος, η υπερβόσκηση μπορεί να αποφευχθεί εάν είναι
διαθέσιμες εναλλακτικές πηγές ζωοτροφών κι ως εκ τούτου το σύστημα ζωικής
παραγωγής που εφαρμόζεται έχει επιπτώσεις στην βόσκηση των λιβαδιών
(Papanastasis, 1990). Για τη βλάστηση, σημαντικοί δείκτες είναι το ποσό
βιομάζας που παράγεται ή παραμένει στο τέλος της περιόδου βόσκησης, η
φυτοκάλυψη (Papanastasis et Al, 2003) και η ποικιλία σε είδη φυτών και η
σύνθεση των ειδών. Συνήθως, όταν παρατηρηθεί υπερβόσκηση, ο βοσκότοπος γεμίζει
με ζιζάνια, τα οποία είναι ανεπιθύμητα είδη φυτών για τα ζώα. Οι εδαφικοί και
οι κλιματικοί παράμετροι όπως το βάθος του εδάφους, ο βαθμός κλίσης, το μητρικό
υλικο, η διάβρωση του εδάφους, οι βροχοπτώσεις (ύψος και κατανομή) και η
θερμοκρασία επηρεάζουν την βλάστηση κι επομένως τον αριθμό των ζώων που μπορεί
να συγκρατηθούν σε ένα βοσκότοπο. Υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του βάθους του
εδάφους (Papanastasis, 1994) ή της ποσότητας βράχων στην επιφάνεια του εδάφους
(Alexandris et Al, 1997) και της παραγωγής βιομάζας στα λιβάδια. Επίσης, η
παραγωγή βιομάζας επηρεάζεται πάρα πολύ από τις βροχοπτώσεις και τη θερμοκρασία
του αέρα (Papanastasis, 1982).
Στους κοινωνικο-οικονομικούς δείκτες, μπορούμε να
συμπεριλάβουμε τις επιδοτήσεις της Ε.Ε επί του αριθμού των ζώων, τις τοπικές
συνήθειες όσον αφορά το μέγεθος των κοπαδιών, το ιδιοκτησιακό καθεστώς
(ιδιόκτητα, κρατικά ή κοινοτικά βοσκοτόπια), το εξω-αγροτικό εισόδημα των
αγροτών και τους νόμους που υπαγορεύουν τη χρήση των βοσκοτόπων από τους
αγρότες. Όλοι αυτοί οι δείκτες σχετίζονται μεταξύ τους όπως επίσης και με
διάφορους άλλους δείκτες φυσικούς (π.χ. η παραγωγικότητα των βοσκοτόπων) και
διαχειριστικούς (π.χ. αριθμός και είδος ζώων, εκτροφικό σύστημα, κ.λπ.).
Η υπερβόσκηση τέλος, συσχετίζεται και με άλλα
ζητήματα, ιδιαίτερα με την εγκατάλειψη της γης και την αποψίλωση των δασών.