_______________

" In all things of Nature, there is something of the marvelous" (Aristotle -Parts of Animals, I.645A16)

" Nature ......loves simplicity and unity" ( J. Kepler -Apologia)


****** Για το Περιβάλλον, τη Βιώσιμη Προοπτική και ......άλλα Σημαντικά!

(http://sites.google.com/site/perivalloncom/
http://www.perivallon.com, http://envifriends2.blogspot.com, http://envifriends.blogspot.com)
_______________

* ΦΥΣΗ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ----- * ΑΝΘΡΩΠΟΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΑ -

- Ο ΚΑΙΡΟΣ -

- Γλαύκες: Κουκουβάγια, Γκιώνης, Μπούφος, Αιγωλιός, Τυτώ και άλλα

’Γλαύξ γαρ ημών, πριν μάχεσθαι, τον στρατόν διέπτατο, Αριστοφάνης, Σφήκες’’.
Η πόλη-κράτος της Αθήνας, από τον 5ο π.Χ. αιώνα, χρησιμοποιώντας τον άργυρο που εξορύσσονταν από νησιά του Αιγαίου, άρχισε να κόβει το δικό της νόμισμα, τις «Αθηναϊκές Γλαύκες». Στη μια όψη του νομίσματος απεικονιζόταν η θεά Αθηνά και στην άλλη το ιερό πτηνό της πόλης των Αθηνών, η αρχαία Γλαύκα. Η γλαύκα, θεωρείται σύμβολο της σοφίας, επειδή ήταν το αγαπημένο πτηνό της θεάς Αθηνάς, της θεάς της σοφίας. Αναφέρεται ακόμη, ότι χρησιμοποιήθηκε από τη θεά και ως αγγελιοφόρος, ενώ λέγεται ότι φώλιαζε σε αφθονία στους πρόποδες της Ακρόπολης των Αθηνών, σαν απόδειξη ότι είχε την ευχή της θεάς. Οι κάτοικοι της Αθήνας πίστευαν πως η θεά Αθηνά έπαιρνε συχνά τη μορφή της Γλαύκας, όταν ήθελε να παρουσιαστεί στους ανθρώπους. Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη στις Σφήκες, μια νίκη κατά των Περσών, πριν ξεσπάσει η ναυμαχία της Σαλαμίνας, κερδήθηκε ένα σούρουπο, μόλις φάνηκε να πετάει πάνω από τον αθηναϊκό στρατό. μια γλαύκα.
Με τον όρο "Γλαύκα" οι ορνιθολόγοι εννοούν όλα τα είδη της τάξεως των Γλαυκόμορφων, όπως είναι μεταξύ των άλλων και η Κουκουβάγια (Αθήνα η νυχτερινή-Athene noctua), ο Μπούφος (Βύας ο γνήσιος-Bubo bubo, Άσιος ο ώτος ή νανομπούφος- Asio otus), ο Γκιώνης (Ώτος ο σκώψ- Otus scops ), η Τυτώ (Tyto alba), ο Αιγωλιός ή Χούχουλα ή Χουχουριστή (Strix aluco ), το Χαροπούλι (Aegolius funeveus) και άλλα. Δηλαδή, με τον όρο "Κουκουβάγια" χαρακτηρίζουν μόνο τη γλαύκα του είδους "Αθηνά η νυχτερινή" και τα υποείδη της. Επομένως, η ονομασία "κουκουβάγια" για τα υπόλοιπα πουλιά της τάξης των γλαυκόμορφων θα πρέπει να αποφεύγεται. Ωστόσο, η «γλαύξ» των αρχαίων Ελλήνων, δεν αντιστοιχεί στη σημερινή γλαύκα, καθώς αναφέρεται σε ανοιχτόχρωμα μάτια, όπως αυτά της ημινυχτόβιας κουκουβάγιας ‘’Αθηνά η νυχτερινή’’(Athene noctua, αγγλ., Litle owl) και όχι σκοτεινά όπως αυτά της νυχτόβιας γλαύκας, ‘’Τυτώ η λευκή’’ (Tyto alba).
Τα πουλιά που μοιάζουν με γλαύκες, τα γλαυκόμορφα, είναι αρπακτικά, στην πλειονότητά τους νυχτόβια ή και ημερόβια. Περιλαμβάνουν περίπου 200 είδη παγκοσμίως. Κατανέμονται σε όλες τις ηπείρους, εκτός της Ανταρκτικής. Τα συναντούμε σε όλα τα ενδιαιτήματα, με τα περισσότερα είδη να βρίσκονται στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Ν. Αμερικής και της Ασίας. Τη βορειότερη εξάπλωση έχει η χιονόγλαυκα (Nyctea scandiaca), η οποία επιβιώνει ακόμα και στις ακτές της Γροιλανδίας. Η λέξη "γλαυξ" φαίνεται να έχει άμεση σχέση με το "γλαυκός" (αυτός που έχει ανοιχτό γαλάζιο χρώμα) και δόθηκε στα συγκεκριμένα πτηνά από τους αρχαίους Έλληνες, εξαιτίας του λαμπερού και σπινθηροβόλου βλέμματος του πουλιού.
Όπως μας ενημερώνουν τα σχετικά εγχειρίδια ζωολογίας, οι γλαύκες έχουν ιδιαίτερη μορφή, η οποία χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτες προσαρμογές στις ανάγκες ενός νυκτόβιου θηρευτή. Έχουν μακριές και στρογγυλεμένες φτερούγες, δυσαναλόγως μεγάλη επιφάνεια πτερύγων, κοντή ουρά και ένα δυσαναλόγως μεγάλο κεφάλι με ένα δισκοειδές μεγάλο πρόσωπο και σε συνδυασμό με το μαλακό και πυκνό πτέρωμά τους επιτυγχάνουν μια σχεδόν απολύτως αθόρυβη πτήση. Τα ράμφη τους είναι κυρτά και γαμψά. Όλες οι γλαύκες έχουν ιδιαίτερα οξυμένες τις αισθήσεις της ακοής και της οράσεως. Τα μάτια είναι τοποθετημένα μπροστά, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται στερεοσκοπική όραση, κάτι το οποίο είναι απαραίτητο σε κάθε θηρευτή, ώστε να μπορεί να κάνει σωστή εκτίμηση αποστάσεων και ταχυτήτων. Τα όργανα της ακοής είναι τοποθετημένα ασύμμετρα στο κεφάλι του πτηνού και η διαμόρφωση του προσώπου είναι τέτοια, ώστε να κατευθύνει τα ακουστικά κύματα στους ακουστικούς πόρους. Πάρα πολλές γλαύκες έχουν στην κορυφή της κεφαλής χαρακτηριστικές τούφες, οι οποίες ονομάζονται ‘’αντία’’. Τα αντία αποτελούνται από φτερά και δεν έχουν καμία σχέση με την ακοή. Η λειτουργία τους δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί.
Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 9 είδη Γλαυκόμορφων πτηνών,....(για τη συνέχεια)
εκ των οποίων το ένα ανήκει στην οικογένεια των Τυτώ (Tytonidae)  και τα υπόλοιπα 8 στη οικογένεια των Στριγγιδών  (Strigidae).
-Η Κουκουβάγια η κοινή ή Αθηνά η νυχτερινή (Athene noctua), που συναντάται στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια (με το υποείδος ιndigena), υπάρχει με πολλά άλλα υποείδη σχεδόν σε όλες τις ηπείρους. Από τη δυτική Ευρώπη και βόρεια Αφρική μέχρι την κεντρική Ασία και την Κίνα. Στην Αγγλία εισάχθηκε εδώ και 100 χρόνια και πιο πρόσφατα στη Νέα Ζηλανδία. Αναγνωρίζετε από το μικρό μέγεθος της, τη σχεδόν στρογγυλή μορφή της και το μεγάλο κεφάλι. Αυτή η κουκουβάγια, είναι από τα μικρότερα μέλη της οικογενείας που απαντούν στην Ελλάδα. Έχει, μέσο άνοιγμα φτερών 55-61 εκ., και μέσο μήκος συνήθως 22 εκ., από το άκρο του ράμφους μέχρι το άκρο της ουράς. Το πάνω μέρος του πτηνού είναι σκούρο καστανό που διακόπτετε από λευκές κηλίδες και γραμμές. Το κάτω μέρος είναι υπόλευκο με μεγάλες καστανές ραβδώσεις. Το χαμηλό μέτωπο και τα μεγάλα κίτρινα μάτια, της προσδίδουν μια άγρια, σκυθρωπή όψη. Τα μάτια της κουκουβάγιας κοιτάνε προς τα εμπρός, όπως και όλων των μελών της οικογένειας των γλαυκόμορφων. Το κίτρινο χρώμα των ματιών υποδηλώνει ότι το πτηνό κυνηγά με το φως του ήλιου, είναι δηλαδή ημινυχτόβια. Της αρέσει να κυνηγά το σούρουπο και την αυγή, χωρίς όμως να αποκλείετε και το νυχτερινό κυνήγι. Το μεγάλο μέγεθος των ματιών έχει ως αποτέλεσμα τα μάτια της κουκουβάγιας να παραμείνουν ακίνητα αναγκάζοντας την να περιστρέφει το κεφάλι της προς το σημείο που θέλει να δει. Σε σχέση με τα άλλα πουλιά, έχει αναπτύξει επιπλέον σπονδύλους στον αυχένα της, οι οποίοι της επιτρέπουν να περιστρέψει το κεφάλι της 270 μοίρες. Έχει, τέλεια όραση στις μεσαίες αποστάσεις και στις ακραίες φωτιστικά συνθήκες, ενώ  δεν μπορεί να εστιάσει σε πολύ κοντινές αποστάσεις, καθώς έχει αστιγματισμό. Όπως τα περισσότερα αρπαχτικά, η κουκουβάγια είναι εφοδιασμένη με ένα κοφτερό κυρτό ράμφος και πολύ δυνατά νύχια, με τα οποία πιάνει κυρίως μεγάλα έντομα, σκουλήκια, κάμπιες, βατράχια, σαύρες και σπανιότερα, συνήθως την εποχή του ζευγαρώματος, τρωκτικά και μικρά πουλιά. Αυτό που δεν είναι κοινώς γνωστό είναι ότι στο κάθε ένα από τα τρία νύχια της υπάρχει ένα μικρό αυλάκι στο μέσα μέρος. Παλαιότερα, οι ορνιθολόγοι θεωρούσαν ότι τα αυλάκια υπήρχαν για να ρέει το αίμα της λείας της, ώστε να μπορεί να τη θανατώνει πιο γρήγορα και αποτελεσματικά. Όμως σήμερα έχει παρατηρηθεί ότι στα θηράματα, όπως τα τρωκτικά, η κουκουβάγια τσιμπάει με το δυνατό ράμφος της το πίσω μέρος του κεφαλιού, φέρνοντας το θάνατο σχεδόν ακαριαία, οπότε έτσι αποδυναμώνεται η αρχική άποψη. Μοναδική είναι όμως και η ακοή της, πράγμα άγνωστο στους περισσότερους. Στο σκοτάδι η αίσθηση της ακοής χρησιμεύει στο να εξισορροπεί την έλλειψη της απόλυτα νυκτόβιας όρασης της. Η ικανότητα της να φιλτράρει τους ήχους της φύσης έχει ως αποτέλεσμα να ακούει μόνο αυτά που αντιστοιχούν σε θηράματα ή κινδύνους και έτσι παραμένει ακίνητη χωρίς κανένα θόρυβο να της αποσπά την προσοχή εκτός αν αυτός αντιστοιχεί σε κάτι που την αφορά. Όμως σημαντικότερο ρόλο στη λειτουργία της ακοής παίζει η ασύμμετρη θέση των αυτιών στο κεφάλι. Πιο συγκεκριμένα το δεξί αυτί είναι συνήθως τοποθετημένο πιο ψηλά από ότι το αριστερό με αποτέλεσμα ο ήχος να φτάνει στο δεύτερο αυτί καθυστερημένα κατά δέκατα του δευτερόλεπτου. Έτσι η χρονική διαφορά μεταξύ της καταγραφής του ίδιου ήχου της δίνει τη δυνατότητα εύρεσης του ακριβές σημείου της ηχητικής πηγής. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί έναν εικονικό χάρτη δίκην ραντάρ. Σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του ραντάρ παίζουν τα ευαίσθητα φτερά του προσώπου που είναι έτσι τοποθετημένα ώστε να καθοδηγούν τους ήχους προς τα αυτιά. Μόλις ακούσει τη λεία της, στρέφει το κεφάλι προς τη πηγή του ήχου. Με την οξεία όραση της και το πλατύ της πρόσωπο να λειτουργεί ως ραντάρ εντοπίζει την ακριβή θέση του θηράματος και επιτίθεται με επιτυχία. Εκτός από το μέγεθος διαφέρει από τα άλλα αρπαχτικά της ίδιας οικογένειας και στον τόπο διαμονής με προτίμηση τις ανοιχτές εκτάσεις, τις κατοικημένες από τον άνθρωπο περιοχές και τους αγρούς, αποφεύγοντας τα πυκνά δασώδη μέρη. Η κουκουβάγια βρίσκει την δική της περιοχή χωρίς όμως να χτίζει τη δικιά της φωλιά. Εκμεταλλεύεται έτοιμες φωλιές όπως κουφάλες δέντρων, κουνελότρυπες, μάντρες, αποθήκες και παλιά κτίρια. Σε κάθε περιοχή υπάρχουν τρεις ή τέσσερις φωλιές. Τον Μάρτιο, το ζευγάρι θα αποφασίσει ποια φωλιά θα χρησιμοποιήσει. Κατά το μήνα αυτό το κάλεσμα του αρσενικού πουλιού ακούγεται μέρα και νύχτα. Τέλη Απριλίου, το θηλυκό γεννά 3-5 αυγά, χρώματος λευκού. Τα αυγά κλωσά μόνο το θηλυκό για περίπου 4 εβδομάδες. Το αρσενικό ασχολείται με την εξασφάλιση τροφής. Μετά την εκκόλαψη, οι γονείς θα συνεχίσουν να τα προσέχουν για ακόμη 5-7 εβδομάδες. Τρέφετε με μεγάλα έντομα, βατράχια, ποντίκια, σαύρες και σπανιότερα μικρά πουλιά. Αυτές οι διατροφικές της συνήθειες την κατατάσσουν ως ένα από τα πιο χρήσιμα για τον άνθρωπο πτηνά. Το γεγονός ότι δεν είναι τελείως νυχτόβιο, όπως τα περισσότερα μέλη της οικογενείας, σημαίνει ότι συχνά τη βλέπουμε την ημέρα να κάθεται ακίνητη σε στύλους του φράχτη, κορυφές βράχων, στέγες σπιτιών και άλλα μέρη. Η ακινησία της, σε συνδυασμό με τη γήινη απόχρωσή της, εξασφαλίζουν ένα πολύ καλό καμουφλάρισμα με αποτέλεσμα να κάθεται μπροστά μας, χωρίς να την έχουμε αντιληφθεί. Η φωνή τους είναι δυνατή, μοιάζει κροτάλισμα του ράμφους και έχει πολύ δυσάρεστο ήχο. Η κουκουβάγια δεν αποτελεί απειλούμενο είδος, όμως ο πληθυσμός της σίγουρα έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Δεν έχει πολλούς φυσικούς εχθρούς αν και σε πολλά μέρη θεωρείτε λανθασμένα προάγγελος θανάτου με αποτέλεσμα τη δίωξή της. Η κουκουβάγια εκτός από σύμβολο σοφίας και σύνεσης αποτελεί στοιχείο της φυσικής κληρονομιάς του τόπου μας.
-Ο Μπούφος ή Βύας ο γνήσιος (Bubo bubo), είναι το μεγαλύτερο νυχτόβιο αρπακτικό της Ευρώπης και συχνά δεν απομακρύνεται από την περιοχή του, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ζει σε μεγάλη ποικιλία βιοτόπων σε όλη τη επικράτεια και σε υψόμετρο από το επίπεδο της θάλασσας έως και την αλπική ζώνη. Φωλιάζει συνήθως σε μικρές σπηλιές σε βράχια, αλλά και σε κουφάλες παλιών δέντρων σπανιότερα δε και σε εγκαταλειμμένες φωλιές άλλων πουλιών. Κοντά στη περιοχή φωλιάσματος, προτιμά να υπάρχει πυκνή βλάστηση. Ζει μοναχικός. Τρέφεται με μικρά και μεσαίου μεγέθους θηλαστικά (τρωκτικά, λαγούς, σκαντζόχοιρους) και πουλιά ακόμη και μεγάλου μεγέθους.
-Ο Χούχουλας ή Χουχουριστής, Στριγγοπούλι, ή Χουχουλόγιωργας ή Στριγξ η αείσκωψ (Strix aluco), είναι η γλαύκα του δάσους.  Περνά τη μέρα μέσα σε φυλλώματα δένδρων και αναρριχητικών φυτών. Τη νύχτα κυνηγά τρωκτικά, μικρά πουλιά, βατράχια, σκαντζόχοιρους. Έχει οξύτατη ακοή γι’ αυτό μπορεί να κυνηγήσει και σε απόλυτο σκοτάδι. Συχνά, χτυπά με τα φτερά του τα κλαδιά των δέντρων για να τρομάζει τα πουλιά που φωλιάζουν εκεί και να τα κάνει να εμφανιστούν για να τα θανατώσει. Καταπίνει ολόκληρο το θήραμα του, και πριν από το νέο γεύμα του, βγάζει από το στόμα του αχώνευτα κόκαλα, φτερά και τρίχες από το προηγούμενο.
-Ο Άσιος ο ώτος ή Νανόμπουφος, ή μικρός Μπούφος (Asio otus), είναι ένα από τα πιο κοινά γλαυκοειδή στην Κεντρική Ευρώπη. Έχει μήκος σώματος περίπου 36 εκατοστά και άνοιγμα φτερών 95 εκατοστά περίπου, το ίδιο μέγεθος με το Χουχουριστή ( Στριγξ η αείσκωψ-Strix aluco) , αλλά είναι πολύ πιο λεπτός από τον αυτόν. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του είδους είναι οι εντυπωσιακές μεγάλες τούφες φτερών στα αυτιά που όμως δεν παίζουν κανένα ρόλο στην ακοή τους. Η ίριδα του Νανόμπουφου έχει ένα φωτεινό κιτρινοπορτοκαλί χρώμα. Το πρόσωπο διαιρείται με μία ευδιάκριτη γραμμή. Τα φτερά είναι σχετικά στενά. Το φτέρωμά του είναι από ανοιχτό καφέ μέχρι ωχροκίτρινο διακεκομμένες μαύρες γραμμές και καφέ στίγματα. Στα θηλυκά ο χρωματισμός είναι πιο σκούρος με κοκκινωπό-καφέ αποχρώσεις, στα αρσενικά ο χρωματισμός είναι πιο ανοιχτός. Ο χρωματισμός του φτερώματος τα κάνει απαρατήρητα όταν αναπαύονται στα κλαδιά των δέντρων. Γεννά τον Μάρτιο-Μάιο 3-5 αυγά που τα κλωσά για 25-30 ημέρες. Τρέφεται κυρίως με τρωκτικά, αλλά και με μικρά άλλα θηλαστικά, πουλιά, έντομα.  Συναντάται σε δάση, αλσύλλια κωνοφόρων, φυλλοβόλα δάση, παλιές φωλιές. Στέκεται σε πυκνά φυλλώματα σε κομμένα κλαριά.
Άσιος ο φλογώδης ή Βαλτόμπουφος (Asio flammeus) είναι η μόνη γλαύκα της Ελλάδας που δε, φωλιάζει σε τακτικό επίπεδο και είναι και η πλέον ημερόβια.. Ως επί το πλείστον, είναι Χειμερινός επισκέπτης (μετανάστης) και καταγράφεται σε υγρότοπους της Βόρειας και Δυτικής Ελλάδας, ενώ σε περιόδους βαρυχειμωνιάς έχει παρατηρηθεί και νοτιότερα. Υπάρχουν και καλοκαιρινές καταγραφές, κυρίως στο Δέλτα του Έβρου, χωρίς όμως να υπάρχουν απτές αποδείξεις φωλιάσματος. Σε αντίθεση με όλες τις άλλες γλαύκες, ο Βαλτόμπουφος πετάει συχνά ψηλά, θυμίζοντας Γερακίνα. Τρέφεται κυρίως με τρωκτικά, άλλα μικρά θηλαστικά και πουλιά. Συναντιέται στην Ευρώπη, Ασία, Βόρεια και Νότια Αμερική, Καραϊβική, Χαβάη, νησιά Galαpagos. Αυτό πουλί χαρακτηρίζεται ως μερικώς μεταναστευτικό, κινούμενο προς το νότο το χειμώνα από τα βόρεια μέρη. Επίσης, περιπλανιέται νομαδικά σε αναζήτηση περιοχών με καλύτερες προμήθειες τροφίμων. Κυνηγά πέρα από την ανοικτή περιοχή, συχνά μέχρι την ημέρα. Το μέγεθός του κυμαίνεται από 34-42 εκ., το άνοιγμα των φτερούγων του 90-105 εκ., έχει τα κίτρινα μάτια και κοντές τούφες στα αυτιά που συνήθως δεν είναι ορατές. Ο χρωματισμός του είναι καφετί από πάνω και ανοιχτόχρωμο από κάτω.
Σπουργιτόγλαυκα (Glaucidium passerinum), είναι η μικρότερη από τις γλαύκες. Δεν διστάζει να επιτεθεί σε θήραμα του ίδιου μεγέθους με αυτήν, με πολύ μεγάλη επιτυχία. Η σπάνια και δυσεύρετη αυτή γλαύκα, έχει καταγραφεί ως τώρα μόνο στα πυκνά δάση της κεντρικής Ροδόπης (Δράμα, Ελατιά). Παρόλο που είναι αρκετά ημερόβιο είδος, τρεφόμενη με μικρά θηλαστικά και πουλιά, η παρατήρησή της αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο έργο, πιθανότατα, λόγω του μικρού πληθυσμού της.
Αιγωλιός ή Χαροπούλι ή Ελατόμπουφος ή Αιγωλιός ο πένθιμος (Aegolius funereus) είναι μια μικρή γλαύκα. Εκτός από τα μεγάλα δάση, ζει κοντά και σε κατοικημένες πεδινές περιοχές στην Κεντρική Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη σε ορεινές και αλπικές τοποθεσίες, στα Καρπάθια στις Δυναρικές Άλπεις, αλλά και στη βόρεια Ελλάδα, καθώς και δυτικότερα στα Πυρηναία και στη Βόρεια, Κεντρική και Νότια Αμερική. Η κλειστή περιοχή αναπαραγωγής αρχίζει στη νότια Σουηδία, και εκτείνεται σε μια ευρεία ζώνη μέχρι τα Ουράλια. Το μήκος σώματος είναι από 24-26 εκ., περίπου, το άνοιγμα φτερών 53- 60 εκ. Τα φύλα μπορεί να διαφέρουν στο βάρος σημαντικά (τα αρσενικά γύρω στα 115 γραμμάρια και μέχρι τα 200 γραμμάρια τα θηλυκά), αλλά όχι στην εμφάνιση, όπου τα θηλυκά είναι λίγο μεγαλύτερα. Η ίριδα του ματιού τους έχει φωτεινό κίτρινο χρώμα. Κάτω από τα μάτια στις δύο πλευρές στη βάση του ράμφους έχουν μία μαύρη γραμμή. Το πάνω μέρος του φτερώματος είναι καφετί με άσπρες διάσπαρτες βούλες. Το κάτω μέρος είναι ανοιχτό γκρι με ανοιχτό καφέ βούλες και διαμήκεις ρίγες. Τα κοντά πόδια τους είναι φτερωτά με λευκό χρώμα μέχρι τα νύχια.
Γκιώνης ή Ώτος ο σκώψ ( Otus Scops), είναι ένα μικρό γλαυκόμορφο πτηνό με μέγεθος περίπου 20 εκατοστών. Το όνομά του προέρχεται από την κραυγή ''γκιον''που βγάζει. Είναι είδος αποδημητικό και συναντάτε στην Αφρική και Νότια Ευρώπη. Τακτικός επισκέπτης στην χώρα μας από την άνοιξη. Το πτέρωμά του είναι ανοιχτόχρωμο γεμάτο με στίγματα και γραμμώσεις γκριζοκάστανες. Το σώμα του και η ουρά του είναι μεγαλύτερο και το κεφάλι του μικρότερο σε αναλογία με την κουκουβάγια. Πάνω από τα αυτιά του υπάρχουν δεξιά και αριστερά μικρές τούφες τις οποίες ανασηκώνει σε περιπτώσεις φόβου, θυμού όπως συμβαίνει και με τον μπούφο που ανήκει στην ίδια οικογένεια τα γλαυκόμορφα. Όπως συμβαίνει με όλα τα πτηνά της οικογένειας είναι νυχτόβια πουλιά και σπάνια θα τα δούμε στο φως της ημέρας. Την νύχτα βγαίνει για κυνήγι και τρέφεται με έντομα, μικρά ποντίκια, φίδια κτλ και είναι ιδιαιτέρως χρήσιμος και ωφέλιμος στην γεωργία. Φωλιάζει σε κοιλότητες δέντρων, εγκαταλειμμένες φωλιές άλλων πτηνών και κουφάλες δέντρων. Το συναντάμε αρκετά συχνά σε κατοικημένες περιοχές, φυτείες και κήπους. Υπάρχει μια πολύ γνωστή ιστορία, που προσπαθεί να εξηγήσει τη φωνή του γκιώνη. Κατά την παράδοση, ήταν δύο αδέρφια. Ο ένας, που λεγόταν Αντώνης, τον σκότωσε ο άλλος, που από τη λύπη του μεταμορφώθηκε ή τον μεταμόρφωσε μετά από δική του παράκληση ο Θεός, σε πουλί, που κλαίει τον αδικοχαμένο αδερφό του φωνάζοντας "Γκιον, Γκιον, Γκιον".
Τυτώ η λευκή ή Πεπλόγλαυκα ή Ανθρωποπούλι ή Κλαψοπούλι (Tyto alba), είναι κοινό νυχτόβιο αρπακτικό στην Ελλάδα, η πιο ανοιχτόχρωμη γλαύκα της χώρας μας που είναι προστατευόμενο είδος. Η κραυγή της, που θυμίζει μακρόσυρτο σφύριγμα και ακούγεται σαν παλιά ατμομηχανή, είναι πολύ χαρακτηριστική και άγρια, ανακατεμένη με διάφορα σφυρίγματα, σε σημείο που πολλοί άνθρωποι να τη φοβούνται και να τη θεωρούν πουλί που φέρει γρουσουζιά. Το σώμα της έχει μήκος 35 εκ., περίπου. Το κεφάλι είναι λευκό και έχει σχήμα καρδιάς με μεγάλα χαρακτηριστικά μάτια. Η ράχη είναι χρυσοκίτρινη με γκρίζα στίγματα ενώ το πρόσωπο , το στήθος και η κοιλιά της είναι λευκά ή σκουροκίτρινα με λίγες μαύρες κουκίδες. Δεν έχει φούντες στα αυτιά. Τα πόδια της είναι μεγάλα. Πετάει κυματιστά και αθόρυβα. Υπάρχει και το υποείδος (Tyto alba guttata) που ναι μεν έχει ράχη χρυσοκίτρινη,  αλλά το πρόσωπο και το κάτω μέρος είναι ξανθοκίτρινα. Έχει μακριά φτερά, κοντή ουρά και μακριά πόδια, με τα δάχτυλα σχεδόν γυμνά ενώ δεν έχει φούντες από φτερά. Ψάχνει για την τροφή της περισσότερο σε χωράφια και πιο σπάνια σε πλαγιές βουνών με λίγη βλάστηση. Τρώει κυρίως ποντίκια αλλά και μικρά πουλιά. Γεννάει μία ή δύο φορές το χρόνο από 4-7 λευκά αβγά, που κλωσά το θηλυκό για 30-32 μέρες. Τα μικρά δέχονται τη φροντίδα και των δύο γονιών και μπορούν να πετάξουν μετά 55-56 μέρες. Αυτό το πτηνό, είναι πάρα πολύ συχνό θύμα στους αυτοκινητόδρομους και εκατοντάδες σκοτώνονται κάθε χρόνο από τα οχήματα.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...