(πηγή: σταχυολόγηση από μεταπτυχιακή
διατριβή Μ.Κασεκτζίδου, 2009, ΑΠΘ, Σχολή
Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, καθ. Π.Στεφανίδης). Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η λίμνη πήρε το όνομα της από την πόλη Βοκερία. Στα
λατινικά το όνομα σώθηκε από τον Τίτο Λίβιο παραφθαρμένο ως ‘’Lacus Begoritis’’
απ’ όπου προήλθε το Βεγορίτις–Βεγορίτιδα. Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε την ιστορική
αναδρομή της Βεγορίτιδας από τα αρχαία χρόνια, καθώς έχουν βρεθεί αντικείμενα
που μαρτυρούν ιστορικά δεδομένα από τον 3ο πχ αιώνα. Η λίμνη δεν είχε πάντα
αυτό το όνομα. Από τους βυζαντινούς χρόνους και έπειτα, η λίμνη ήταν γνωστή ως
λίμνη Οστρόβου, από την ομώνυμη πόλη. Με την αλλαγή του ονόματος του οικισμού
σε Άρνισσα η λίμνη μετονομάστηκε και αυτή, αν και σε πολλούς σύγχρονους χάρτες
προτιμήθηκε να προστίθεται και το όνομα της Κέλλης ή Κέλλας (μεσαιωνικός οικισμός).
Εκτός από τις παραπάνω ονομασίες σε ορισμένες εκδόσεις ή χάρτες αναφέρεται σαν
λίμνη του Αγίου Παντελεήμονα ή Πάτελι, τα παλαιότερα χρόνια. Η σημερινή
ονομασία της λίμνης σώζεται από χιλιάδες χρόνια πριν. Ανέκαθεν στην περιοχή της
Βεγορίτιδας αναπτύσσονταν αγροτοκτηνοτροφικές δραστηριότητες και δραστηριότητες
αλιείας, ενώ από τις μέχρι στιγμής έρευνες φαίνεται ότι η περιοχή της λίμνης
ήταν κατοικημένη ευρέως από την Νεολιθική Περίοδο έως και την εποχή του
Σιδήρου. Κατά την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου στα καταπράσινα λιβάδια της λίμνης
εκτρέφονταν άλογα στα μεγαλύτερα σε αριθμό και μέγεθος εκτροφεία αλόγων της
εποχής. Η Βεγορίτιδα συνδέεται και με τη χάραξη της Αρχαίας Εγνατίας Οδού για
την οποία εικάζεται ότι διέρχονταν από τη νότια όχθη της λίμνης, καθώς βρέθηκε ‘’μιλάριο’’
στον οικισμό της Βεγόρας. Στα βυζαντινά χρόνια και εξ' αιτίας της ακριτικής της
θέσης, η περιοχή της λίμνης γινόταν αντικείμενο διενέξεων και άλλαξε αρκετούς κατακτητές,
όπως Βούλγαρους και Νορμανδούς, για να περιέλθει οριστικά στη βυζαντινή
επικράτεια επί Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού. Υπολείμματα οχυρωματικών τειχών και
περιβόλων εντοπίζονται στο νησάκι και στη χερσόνησο αυτού.
Φυσιογεωγραφικά και γεωλογικά η λίμνη
Βεγορίτιδα καταλαμβάνει ένα από τα βυθίσματα των κλειστών οροπεδίων της δυτικής
Μακεδονίας και περιβάλλεται από μεγάλους ασβεστολιθικούς όγκους, των ορέων
Άσκιο, Βέρμιο και Βόρα (Καϊμάκτσαλαν). Τα ρέματα που την τροφοδοτούν είναι το
Φαράγγι, το Πεντάβρυσο (Σουλού), Άνω Γραμματικού, Παναγίτσας και Άρνισσας. Όπως
αναφέρει ο Χωραφάς (1957), παλιότερα υπήρχε στην περιοχή μια μεγάλη λίμνη, η
λίμνη της Εορδαίας, η έκταση της οποίας έφτανε τα 1000 Km2 και το βάθος της τα
250 m. Από την αποξήρανση αυτής της λίμνης προήλθε η ομώνυμη κοιλάδα της
Εορδαίας, ενώ μέσα σ΄ αυτή την κοιλάδα απέμειναν πέντε μικρότερες λίμνες, (Βεγορίτιδα,
Πετρών, Χειμαδίτιδα, Ζάζαρη και το έλος Σαρή Γκιόλ. ......(για περισσότερα)
Αυτό το έλος αποξηράνθηκε εντελώς για να δημιουργηθούν τα μεγάλα ορυχεία του λιγνίτη της Πτολεμαΐδας. Η Βεγορίτιδα αποτελεί το μεγαλύτερο και βαθύτερο υπόλειμμα της παλιάς μεγάλης λίμνης και καταλαμβάνει το βορειότερο άκρο της κοιλάδας.
Αυτό το έλος αποξηράνθηκε εντελώς για να δημιουργηθούν τα μεγάλα ορυχεία του λιγνίτη της Πτολεμαΐδας. Η Βεγορίτιδα αποτελεί το μεγαλύτερο και βαθύτερο υπόλειμμα της παλιάς μεγάλης λίμνης και καταλαμβάνει το βορειότερο άκρο της κοιλάδας.
Περιβαλλοντικά, η λίμνη Βεγορίτιδα
αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου συμπλέγματος τεσσάρων λιμνών μαζί με την λίμνη
Πετρών, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 2 km, και τις λίμνες Ζάζαρη και
Χειμαδίτιδα, οι οποίες βρίσκονται σε απόσταση 12 km και συνδέονται υδρολογικά
μεταξύ τους. Η Ζάζαρη υπερχειλίζει στην Χειμαδίτιδα μέσω τάφρου η οποία κατασκευάστηκε
την δεκαετία του ΄60. Τα υπερχειλίζοντα ύδατα της Χειμαδίτιδας οδηγούνται μέσω
της απαγωγού τάφρου μήκους περίπου 8 km στο ρέμα του Αμύντα, το οποίο
διευθετήθηκε σε μήκος περίπου 7 km, και από εκεί καταλήγουν τελικά στη λίμνη
Πετρών. Η διώρυγα και η σήραγγα Πετρών – Βεγορίτιδας
κατασκευάστηκε το 1962/63 και παροχετεύει τα πλεονάζοντα νερά των λιμνών
Ζάζαρης–Χειμαδίτιδας και Πετρών στη Βεγορίτιδα μέσω θυροφράγματος. Το πρώτο
έτος (1963) τροφοδότησε τη Βεγορίτιδα με 170χ106 m3. ΄Εκτοτε
λόγω της μείωσης της στάθμης της Πετρών, η τελευταία τροφοδοτεί την Βεγορίτιδα
μόνο κατά τους μήνες Δεκέμβριο-Μάϊο και πάντοτε αναλογα με το πλεόνασμα της
λίμνης Πετρών που είναι μικρό, της τάξεως περίπου των 2,5χ106 m3.
Στη Βεγορίτιδα συμβάλει η τάφρος Σουλού που κατασκευάστηκε την δεκαετία του ’50
και αποξηραίνει το έλος Σαρί Γκιόλ. Επίσης κατά την δεκαετία του ’50 είχε
κατασκευαστεί από την ΔΕΗ σήραγγα για την μεταφορά νερού προς τον Άγρα για την
λειτουργία του εκεί Υδροηλεκτρικού Σταθμού (Μπούσμπουρας, 2007). Όπως προκύπτει και από τα ιστορικά
στοιχεία, η λίμνη Βεγορίτιδα παρουσιάζει ασταθή υδραυλική συμπεριφορά. Ακόμα
και η διάταξη των παραλίμνιων οικισμών μαρτυρά την τάση για διατήρηση
"αποστάσεων ασφαλείας" ειδικά στο νότιο άκρο της λίμνης όπου η κλίση
του εδάφους είναι σχεδόν πεδινή με συνέπεια το εύκολο "άπλωμα" των υδάτων
της λίμνης σε περίπτωση αυξημένης εισροής και εμπλουτισμού του υδάτινου όγκου
της λίμνης. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η λίμνη κατά τις δεκαετίες '40 και '50
έφτανε ως τις σημερινές σιδηροδρομικές γραμμές του οικισμού της Άρνισσας. Πολλές
αυξομειώσεις στη στάθμη την λίμνης παρατηρήθηκαν από το 1898 και μετά. Το έτος 1955,
η στάθμη βρισκόταν στο υψόμετρο +542 με όγκο νερού 3.000 χ106 m3 και το 1993 έπεσε στο +511 με όγκο
νερού περίπου 600 χ106 m3, προκλήθηκε έτσι μία μείωση της
τάξεως του 40% και 80% περίπου σε επιφάνεια και όγκο (Στάμος, 1996). Αυτό οφείλονταν
στο ότι το 1955 ολοκληρώθηκε η κατασκευή υπόγειας σήραγγας μεταφοράς υδάτων, η
οποία μετέφερε ύδατα έως την τεχνητή λίμνη του Άγρα προκειμένου να
υποστηρίζεται η λειτουργία του υδροηλεκτρικού εργοστασίου της ΔΕΗ στον Άγρα. Η
σήραγγα παρελάμβανε ύδατα από υψόμετρο 515,50μ. και αφαίρεσε μεγάλο ποσό
υδάτινου όγκου από τη λίμνη. Εκτιμάται ότι τα τρία μόνο χρόνια λειτουργίας του
σταθμού αφαιρέθηκαν από τη λίμνη 800 χ106 m3 περίπου και
150 χ106 m3 νερού κατά μέσο όρο ετήσια. Οι αυξομειώσεις
που παρατηρήθηκαν πριν το 1955 θεωρήθηκε ότι οφείλονταν κυρίως στις αντίστοιχες
μεταβολές των υδρομετεωρολογικών παραμέτρων της περιοχής, ενώ μια άλλη άποψη τις
αποδίδει στο άνοιγμα ή το κλείσιμο των καταβοθρών. Σύμφωνα με αυτή την άποψη,
στον πυθμένα της λίμνης Βεγορίτιδας υπάρχουν καταβόθρες οι οποίες λειτουργούν
ανά τακτά ή τυχαία χρονικά διαστήματα προκαλώντας την πτώση της στάθμης της
λίμνης. Το άνοιγμα των καταβοθρών προκαλείται από σεισμικές δονήσεις και από
διαταραχή της ποσότητας και ποιότητας του υλικού που φράζει το στόμιο των
καταβοθρών σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα (Αντωνόπουλος κ.α., 1996).
Οι λόγοι που οδήγησαν στην ταπείνωση
της στάθμης της λίμνης κατά το παρελθόν ήταν κυρίως οι εξής: ♦ Η εκμετάλλευση
των υδάτων της λίμνης από τον Υ.Η. Σταθμό Άγρα από το 1956 που ξεκίνησε η
λειτουργία της έως το 1977 που σταμάτησε, λόγω του ότι η στάθμη της λίμνης
(+523,30 m) έπεσε κάτω του υψομέτρου της σήραγγας μεταφοράς υδάτων. ♦ Το 1972 ,
η Δ.Ε.Η. κατασκεύασε ένα αντλιοστάσιο στο παραλίμνιο χωριό Άγιος Παντελεήμονας,
με σκοπό να αντλεί νερό από την Βεγορίτιδα και να το μεταφέρει με αγωγούς στον
ΑΗΣ Πτολεμαΐδας. Το αντλιοστάσιο άρχισε να λειτουργεί το 1976. Η αρχική μελέτη προέβλεπε
ότι το 70% της αντλούμενης ποσότητας, θα τροφοδοτούσε μετά την χρήση του τον
χείμαρρο Σουλού, οπότε έμμεσα θα επέστρεφε στη λίμνη Βεγορίτιδα (Γούλιος,
1990). ♦ Την περίοδο 1987-1997 η ΔΕΗ χρησιμοποιούσε περί τα 20 χ106 m3 νερού της λίμνης για την ψύξη των θερμοηλεκτρικών
μονάδων ΑΗΣ Αμύνταιου. ♦ Η έμμεση άντληση νερού από τον καρστικό υδροφορέα
στην περιοχή του Περδίκα, για την κάλυψη των αναγκών της ΑΕΒΑΛ (Εργοστάσιο
Αζώτου Πτολεμαϊδας) έως και το 1998, οπότε και έκλεισε, αποτελεί έναν
επιπρόσθετο επιβαρυντικό παράγοντα. ♦ Η χρήση του νερού της λίμνης για την
άρδευση των παραλίμνιων γεωργικών εκτάσεων και για την ύδρευση Δήμων και
κοινοτήτων της ευρύτερης περιοχής (χίλιες περίπου υδρο-γεωτρήσεις υπάρχουν στη
λεκάνη της λίμνης που στοιχίζουν για τη λίμνη 70 χ106 m3 ετησίως).
♦ Φυσικές αιτίες που οφείλονται στις διαρροές από τις φυσικές καταβόθρες
(πιθανό ρήγμα στον πυθμένα της λίμνης ύστερα από τον σεισμό του 1983), την
μείωση βροχοπτώσεων της τελευταίας 15ετίας και οι απώλειες λόγω αυξημένης
εξάτμισης. Σήμερα οι κυριότερες απειλές για την λίμνη είναι η κατακόρυφη αύξηση
των αρδευτικών γεωτρήσεων καθώς και η παράνομη επέκταση των καλλιεργειών δίπλα
στη λίμνη.
Οι λίμνες Πετρών και Βεγορίτιδα
αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο όσον αφορά την ορνιθοπανίδα. Τα πουλιά που
φωλιάζουν στην μια λίμνη ή στις εκτάσεις που την περιβάλλουν, τρέφονται και
στην άλλη. Για αυτό τον λόγο, η περιοχή των λιμνών Βεγορίτιδας και Πετρών χαρακτηρίζεται
ως ‘Σημαντική Περιοχή για τα πουλιά της Ελλάδος’. Σύμφωνα με την Ελληνική
Ορνιθολογική Εταιρία από τα μέχρι σήμερα στοιχεία έχουν καταγραφεί 162 είδη πουλιών
από τα οποία φωλιάζουν τα 87. Ορισμένα είδη αρπακτικών και στρουθιομόρφων
φωλιάζουν στα γύρω βουνά και στα δάση και κυνηγάνε ή διαχειμάζουν στην περιοχή των
λιμνών. Οι λίμνες Ζάζαρη και Χειμαδίτιδα έχουν επίσης χαρακτηριστεί ως μία ‘’Σημαντική
Περιοχή για τα Πουλιά’’. Οι τέσσερις λίμνες συνδέονται μεταξύ τους λειτουργικά.
Για παράδειγμα ο αργυροπελεκάνος, είδος παγκοσμίως απειλούμενο, και ο ροδοπελεκάνος
εμφανίζονται και στις τέσσερις λίμνες. Επίσης, η βαλτόπαπια (είδος παγκοσμίως
απειλούμενο με εξαφάνιση) φωλιάζει στον καλαμιώνα της Πετρών και στην
Χειμαδίτιδα, αλλά τρέφεται και στις άλλες λίμνες. Παλιότερα, όταν η στάθμη της
λίμνης Βεγορίτιδας ήταν σε υψηλότερα επίπεδα και το υδατικό της ισοζύγιο ήταν
σχετικά σταθερό, φώλιαζε και σ’ αυτή. Θεωρείται από τους ειδικούς πολύ πιθανόν
να φωλιάσει και πάλι στην Βεγορίτιδα με την άνοδο της στάθμης και την
σταθεροποίηση της έκτασης του καλαμιώνα. Η Βεγορίτιδα
φαίνεται να προσφέρει με τις απόκρημνες και βραχώδεις πλαγιές της, ασφαλείς
θέσεις φωλιάσματος στο χρυσογέρακο, το οποίο αποτελεί παγκοσμίως σπάνιο και
απειλούμενο είδος. Στη Βεγορίτιδα, κυρίως στο νότιο τμήμα, του Αγίου
Παντελεήμονα, τρέφονται τα περισσότερα παρυδάτια και υδρόβια είδη, όπως ο στρειδοφάγος
, ο καλαμοκανάς, οι σκαλίδρες, το μπεκατσίνι, ο κοκκινοσκέλης, το γκισάρι, το
σφυριχτάρι, η πρασινοκέφαλη πάπια και το φερεντίνι. Στα βαθύτερα νερά της
λίμνης το χειμώνα μπορεί να παρατηρήσει κανείς τα σκουφοβουτηχτάρια, αλλά και
πολυάριθμες φαλαρίδες. Θα πρέπει να τονίσουμε, ότι όταν οι άλλες λίμνες της
ευρύτερης περιοχής παγώνουν για 1-2 μήνες τον χειμώνα, η Βεγορίτιδα φιλοξενεί
χιλιάδες υδρόβια πουλιά που διαχειμάζουν στην περιοχή (Μπούσμπουρας, 2007).
Η αλιεία των λιμνών της περιοχής
(Βεγορίτιδα, Πετρών, Χειμαδίτιδας, Ζάζαρη) έχει παραδοσιακό χαρακτήρα και
αποτελεί ακόμα και σήμερα έναν αξιόλογο οικονομικό πόρο για την περιοχή, αλλά
και ένα σημαντικό παράγοντα στήριξης της αειφορικής της ανάπτυξης. Η
ιχθυοπανίδα της Βεγορίτιδας αποτελείται από 15 είδη ψαριών από τα οποία τα 2
αναφέρονται στην οδηγία 92/43/ΕΟΚ (Coregonus laveratus και Barbus
peloponnesius), 3 προστατεύονται από τη συνθήκη της Βέρνης(Coregonus laveratus και Barbus peloponnesius και Silurus glanis) και 2 (Leiciscus cephalus και Barbus peloponnesius) αναφέρονται
στο ‘’Κόκκινο βιβλίο’’ ως τρωτά και τοπικά απειλούμενα (Οικονομίδης κ.α.,
2001). Τα ψάρια που διαβιούν στη λίμνη Βεγορίτιδα είναι: o κυπρίνος (Cyprinus
caprio), ο γουλιανός (Silurus glanis), o κορηγόνος (Coregonus
lavaretus), η τούρνα (Esox lucius), το τσιρόνι (Rutilus rutilus),το περκί (Perca
fluviatilis),η μπιάνα (Barbus sp),η πέστροφα (Salmo gairdeneri),o κέφαλος (Leiciscus
cephalus),το περόνι (Gobio gobio), το βαβούκι (Rhodeus serviceus amarus), η στέρβα (Cobitis faenia), το χέλι (Anguilla anguilla), το Chondrostoma nasus και η η πεταλούδα (Carassius auratus gibelio). Πριν το 1970, στα νερά της λίμνης ευδοκιμούσε από
τα καρκινοειδή η καραβίδα (Astacus astacus). Η αλιευτική παραγωγή της λίμνης Βεγορίτιδας έχει
μειωθεί σημαντικά τις δεκαετίες του ’80 και ’90. Ενώ κατά την δεκαετία του ’60
και ’70 η παραγωγή ήταν περίπου 70 τόνοι, από την δεκαετία του ’80 η παραγωγή
μειώθηκε στο μισό (40 τόνοι). Κατά την δεκαετία 1990-2000, η αλιευτική παραγωγή
υπο-οκταπλασιάστηκε και έφτασε τους 9 τόνους. Όσον αφορά τη σύνθεση των
αλιευμάτων τη δεκαετία του ’70 και ’80 την
σημαντικότερη συμμετοχή είχε ο κυπρίνος και το τσιρόνι, όπως και ο κορηγόνος.
Από την δεκαετία του ’80 αρχίζει να μειώνεται η συμμετοχή του κυπρίνου στα
αλιεύματα, ενώ αυξάνει η συμμετοχή του τσιρωνιού, όπου γίνονται ορατά τα
αποτελέσματα της επιλεκτικής αλίευσης και υπεραλίευσης κάποιων ειδών. Τη
δεκαετία του ’90 τα κύρια αλιεύματα ήταν ακόμη ο κυπρίνος, βέβαια σε πολύ
μικρότερες ποσότητες σε σχέση με το παρελθόν, και το τσιρόνι. ( Κοκκινάκης, κ.α.,
2003). Η μείωση της αλιευτικής παραγωγής της αποδίδεται στη δραματική αλλαγή
της ποιότητας του νερού της, στη μεγάλη μείωση της στάθμης της και στην
υπεραλίευση της (Φώτης, κ.α. 1984). Η ρύπανση όμως των υδάτων της λίμνης είχε ως
αποτέλεσμα την μείωση της ιχθυοπαραγωγής και την εξαφάνιση της καραβίδας, του κορέγονου,
της πρασινοκέφαλης πάπιας, του πελεκάνου και η εμφάνιση του τσιρονιού που
αντέχει σε κακής ποιότητας νερά.
Το ενδιαφέρον για την ποιοτική
κατάσταση των λιμνών στον Ελλαδικό χώρο άρχισε να εμφανίζεται στα μέσα της
δεκαετίας του 1970. Η πρώτη όμως καταγραφή ορισμένων φυσικοχημικών παραμέτρων,
όπως επίσης και του μικροβιακού φορτίου της Βεγορίτιδας πραγματοποιήθηκε το
1961. Την περίοδο 1981-82 μελετήθηκαν συστηματικά οι εποχιακές μεταβολές της
θερμοκρασίας και του οξυγόνου, η εποχιακή μεταβολή της πρωτογενούς
παραγωγικότητας και της βιομάζας της λίμνης, καθώς επίσης και η οριζόντια
κατανομή των ανόργανων αζώτου και του ολικού φωσφόρου σε
βάθος 2 m (Αντωνόπουλος κ.α., 1996). Το κύριο ρέμα τροφοδοσίας της λίμνης
Βεγορίτιδας, μέσω του οποίου ρυπαίνεται η λίμνη, είναι το ρέμα Σουλού. Σύμφωνα
με τη Γενική Διεύθυνση Εγγειοβελτιωτικών Έργων & Γεωργικών Διαρθρώσεων, πρόκειται
για ρέμα που διευθετήθηκε κατά τη δεκαετία του 1950 προκειμένου να αποξηρανθεί
η λίμνη Σαρι γκιόλ της περιοχής Πτολεμαϊδας του νομού Κοζάνης. Σύμφωνα με την Οικολογική Κίνηση Κοζάνης, παρατηρήθηκαν τα εξής, σχετικά με
την ποιότητα των υδάτων της λίμνης: • Στην εκβολή του Σουλού στη Βεγορίτιδα
υπάρχουν βαρέα μέταλλα και ιχνοστοιχεία (Τ i , V , Cr , Mn , Fe , Ni , Cu , Br
, Rd , Sr , Mo , Pb , As ), τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από τα ορυχεία
αλλά και από τα φυτοφάρμακα (Αρσενικό). • Την περίοδο της θερμικής
στρωματοποίησης πέφτει το διαλυμένο οξυγόνο στο μεταλίμνιο και στο υπολίμνιο
κάτω από το όριο των 5 mg \ l (μετρήσεις 1993). Στα ρηχά ανιχνεύεται αμμωνία, η
οποία δημιουργεί προβλήματα στην αναπαραγωγή • Πάνω από τα επιτρεπτά όρια
βρίσκονται το pH , η θερμοκρασία, ο ολικός Fe , και το Cr 6+.
Η ρύπανση της λίμνης και του υδροφόρου ορίζοντα, σύμφωνα με τον Σύλλογο
Προστασίας Βεγορίτιδας, οφείλεται: Στα αστικά λύματα που προέρχονται από τους
γύρω οικισμούς και από γειτονικές πόλεις όπως η Πτολεμαΐδα και το Αμύνταιο. Στα βιομηχανικά λύματα από τα εργοστάσια που
βρίσκονται σε όλη τη λεκάνη απορροής. Στην
εκτεταμένη και αλόγιστη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων που οδηγούν στην
αύξηση των νιτρικών. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε, ότι και η παράνομη επέκταση των
χωραφιών στις αποκαλυφθείσες εκτάσεις που προέκυψαν από την υποχώρηση των νερών
της λίμνης, επιτείνει το πρόβλημα. Στην
άμεση απόρριψη σκουπιδιών από ασυνείδητους επισκέπτες και κατοίκους Στις ανεξέλεγκτες χωματερές που διοχετεύουν
τοξικά και άλλα απόβλητα στον υδροφόρο ορίζοντα.
Οι ανθρωπογενείς παρεμβάσεις που έγιναν εντονότερες από το 1955 και μετά,
ευθύνονται για τη φθίνουσα πορεία του υδατικού καθεστώτος τόσο της λίμνης όσο
και των υπόγειων καρστικών νερών που συνδέονται μ’ αυτήν. Παλαιότερα η λίμνη
είχε, εκτός από τις επιφανειακές εισροές και υπόγειες, από τα υπόγεια καρστικά
νερά η στάθμη των οποίων ήταν υψηλότερη κατά την υγρά περίοδο από εκείνη της
λίμνης. Σήμερα, η λίμνη έχει μόνο επιφανειακές εισροές, με το ρέμα του Σουλού
να είναι το κυριότερο υδατόρεμα που χύνεται σ’ αυτήν με απορροή για τα
υδρολογικά έτη 1992-1993 στα 30 χ106 m3 και 1993-1994 στα
47 χ106 m3 νερού (Στάμος, 1996). Το μέλλον της λίμνης
Βεγορίτιδας μέχρι και το 1990, φαινόταν ιδιαίτερα δυσοίωνο. Ο Σιούτης (1989)
παρουσιάζει τρία μοντέλα σχετικά με τη μέλλουσα εξέλιξη της Βεγορίτιδας. Σύμφωνα
με αυτή είχε προβλέψει τα εξής: α) Αν η πτώση της στάθμης συνεχιστεί με ρυθμό
25 χ106 m3 - όπως ο μέσος όρος 1966-1988 – τότε η λίμνη
χάνει κάθε 20 χρόνια 1/3 του τότε όγκου της (1.415 χ106 m3).
β) Αν η επόμενη πτώση του όγκου συνεχιστεί με ρυθμό του μέσου όρου της
δεκαετίας 1979-1989, τότε η Βεγορίτιδα θα συρρικνωθεί λίγο περισσότερο από ότι
στο 1ο μοντέλο. γ) και τέλος αν η πτώση της στάθμης συνεχιστεί με τον ρυθμό της
πενταετίας 1984-1989, κατά την διάρκεια των οποίων χάθηκαν 65 χ106 m3,
τότε προέβλεψε ότι το έτος 2000, η Βεγορίτιδα θα έχει υψόμετρο στάθμης 500m και
όγκο το 1/3 του τότε όγκου της (1.415 χ106 m3). Ευτυχώς,
τα πράγματα πήγαν καλύτερα από τις προβλέψεις αυτές και τα τελευταία χρόνια
(1996-2006) εμφανίζεται μία τάση μείωσης του ρυθμού πτώσεως της στάθμης της
λίμνης ή σταθεροποίησης σε υψόμετρο +510 m περίπου. Επειδή όμως και σε άλλες
χρονικές περιόδους (1962–1964, 1968–1972, 1979–1984) εμφανίστηκε αυτό, πρέπει
να διευκρινιστεί εάν αυτή είναι η μονιμότερη εξέλιξη ή είναι απλώς θέμα
συγκυρίας (Δημητρακόπουλος, 2007).