Ως φυτό της
στεριάς η Ανεμώνη, κοινώς Αγριοπαπαρούνα
(αγγλ., Winter flower, Wood
anemone, Wind flower,
Easter flower,
γαλλ., anemone Sylvie), είναι εξαπλωμένη σε ολόκληρο
τον κόσμο, είτε ως αυτοφυές, αλλά και ως καλλιεργούμενο φυτό. Φυτρώνει σε όλα
τα εδάφη, αλλά προτιμά άγονα και ασβεστώδη κοντά στα δάση, στους θαμνώνες, σε
φρυγανότοπους, αλλά και στα λιβάδια των
βόρειων και εύκρατων περιοχών. Υπάρχουν 150 περίπου είδη ανεμώνης. Η ονομασία τους προέρχεται από τη λέξη άνεμος, καθώς
οι Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι τα φυτά αυτά άνθιζαν μόνον όταν φυσούσε άνεμος.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό τους είναι ότι τα άνθη τους δεν έχουν πέταλα και τη
θέση των πετάλων έχουν πάρει τα σέπαλα, που είναι μεγάλα και έγχρωμα. Ένα άλλο
βασικό χαρακτηριστικό του γένους είναι ότι στον ανθικό ποδίσκο κάτω από το
άνθος, υπάρχει ο λεγόμενος σπόνδυλος που έχει τρία, σπάνια περισσότερα, φύλλα.
Τα υπόλοιπα φύλλα του φυτού βγαίνουν όλα στη βάση του, μοιάζουν με αυτά του
μαϊντανού, έχουν μακρύς μίσχους και είναι παλαμοσχιδή και εμφανίζονται πριν από
την άνθηση. Το υπόγειο μέρος του φυτού είναι ένα μικρό ρίζωμα ή κόνδυλος που
παραμένει ζωντανό κατά τη ξηρή περίοδο. Στη χώρα μας υπάρχουν συνολικά επτά
είδη από αυτοφυείς ανεμώνες.
Ως ζώο, η Θαλάσσια Ανεμώνα (αγγλ., Sea anemone), κοινώς Τσουκνίδα της θάλασσας, ή
Κολιτσίδα της θάλασσας, ανήκει στα
ανθόζωα και στη κατηγορία των ασπόνδυλων ζώων. Στην τάξη αυτή των οργανισμών
υπάγεται ένας μεγάλος αριθμός ειδών, περίπου 1.000. Τα κυριότερα γένη είναι τα Actinia, Metridium και Sagartia. Η θαλάσσια ανεμώνα έχει τυπική
μορφή ενός πολύποδα -ασκοειδές μαλακό σώμα με πλοκάμια, στερείται σκελετού και ο
κύκλος της ζωής της δεν έχει μέδουσες –μορφή που πλανάται στο νερό. Το σώμα των
θαλάσσιων ανεμώνων αποτελείται από το κύριο σώμα, στην άκρη του οποίου υπάρχει
συνήθως ο δίσκος, με τον οποίο βρίσκονται προσκολλημένες σε στερεά υποστρώματα,
ενώ μερικά είδη στερούνται ποδικού δίσκου και παραμένουν βυθισμένα μέσα στην
άμμο ή στη λάσπη. Στο αντίθετο άκρο του δίσκου προσκόλλησης υπάρχει η στοματική
οπή, που περιβάλλεται από έξι έως και εκατοντάδες κολλώδη πλοκάμια-κεραίες,
πάντα πολλαπλάσια του αριθμού έξι. Οι κεραίες αυτές φέρουν ειδικά κύτταρα, τα
κνιδοκύτταρα, τα οποία εκτοξεύουν μία τοξίνη που προκαλεί παράλυση σε μικρού
μεγέθους οργανισμούς. Αυτά, εξυπηρετούν στην άμυνά τους, αλλά και στη σύλληψη
της τροφής. Καθώς οι κεραίες κινούνται προκαλούν μικρές δίνες στο νερό,
παρασύροντας έτσι προς το στόμα τους μικροσκοπικούς οργανισμούς με τους οποίους
κυρίως τρέφονται, αλλά και
αρκετά ψάρια, ανάλογα με το μέγεθος και το είδος της ανεμώνης.......(για τη συνέχεια)
Για τις Ανεμώνες της στεριάς. Τα κυριότερα αυτοφυή είδη ανεμώνης
στην Ελλάδα είναι τα ακόλουθα:
-Ανεμώνη η στεφανοειδής (Anemone
coronaria ). Το φυτό ανθίζει το χειμώνα και είναι η πρόγονος όλων
των καλλιεργούμενων ποικιλιών. Απαντάται σχεδόν σε ολόκληρη την Ελλάδα, με πιο
πυκνές εμφανίσεις στη Κεντρική και Νότια Ελλάδα και στα νησιά. Φυτρώνει σε
θαμνώνες, φρυγανότοπους και χέρσα χωράφια, μέχρι ύψους 800 μ. περίπου. Τα φύλλα
βάσης είναι με μακρύ μίσχο, βαθειά σχισμένα παλαμοειδώς σε πολλούς στενούς
λοβούς. Τα άνθη της ανεμώνης αυτής είναι δύο ειδών, είτε διπλά, είτε πολλαπλά, όπως
τα χρυσάνθεμα. Έχουμε διάφορους χρωματισμούς, κόκκινα άνθη, ροδόχρωμα, κίτρινα,
ροζ, μπλε-ιώδη. Σέπαλα 5-7 σε κάθε άνθος, πλατειά ωοειδή ή ελλειπτικά. Το χρώμα
των σεπάλων ποικίλει. Διακρίνονται οι εξής χρωματικές ποικιλίες: α) var. cyanea, με άνθη γαλάζια ή γαλάζιο βιολετιά. β) var. rosea, με άνθη ρόδινα, σε διάφορες
αποχρώσεις του ροζ. γ) var. phoenicea, με άνθη
κόκκινα. δ) var. alba, με άνθη λευκά, συχνά με μια
ρόδινη απόχρωση στη βάση των σεπάλων. Οι ποικιλίες αυτές άλλοτε απαντώνται σε
αμιγείς πληθυσμούς και άλλοτε ανάμεικτες. Σπανιότερα παρουσιάζονται και υβρίδια
μεταξύ των ποικιλιών. Πολύ σπάνια απαντώνται φυτά με άνθη εντελώς που πρόκειται
για αλβινικά άτομα.
-Ανεμώνη η ταώμορφη (Αnemone pavonina).
Κοινό φυτό στην Ελλάδα,
παρόμοιο με το προηγούμενο με ρίζα κονδυλώδη, αλλά τα φύλλα βάσης είναι
λιγότερο σχισμένα, με λοβούς πλατείς, οδοντωτούς στην άκρη. Βρίσκεται, σχεδόν
σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ανθίζει την άνοιξη και τα άνθη της έχουν συνήθως έντονο
κόκκινο χρώμα Στη Β. Ελλάδα επικρατεί η var. pavonina.
Δεν υπάρχει στην Κρήτη και σε ορισμένα νησιά του νότου. Φυτρώνει σε θαμνώνες,
φρύγανα, χέρσα χωράφια και αραιά πευκοδάση, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι
και τα 900μ. περίπου υψόμετρο. Το είδος αυτό απαντάται σε δύο βασικές
ποικιλίες. α) var. pavonina, με άνθη
εντελώς κόκκινα ή κόκκινα με έναν ανοιχτόχρωμο κύκλο προς τη βάση των σεπάλων.
β) var. purpureoviolacea, με άνθη
πορφυρά ή ρόδινα ή μερικές φορές σχεδόν λευκά. γ) Μια άλλη ποικιλία της A. pavonina φυτρώνει στην
Ήπειρο, σε μια περιοχή βόρεια των Ιωαννίνων και στα χωριά του Ζαγορίου. Οι
ποικιλίες αυτές απαντώνται μερικές φορές μαζί, συνήθως όμως σχηματίζουν αμιγείς
πληθυσμούς. Η ποικιλία pavonina
προτιμά γενικά πιο θερμά και ηλιόλουστα μέρη και χαμηλότερα υψόμετρα. Μερικές
φορές εμφανίζονται υβρίδια μεταξύ των δύο ποικιλιών, με χαρακτηριστικό σαρκώδες
πορφυρό χρώμα. Πολύ σπάνια βρίσκουμε αλβινικά άτομα, με άνθη εντελώς λευκά.
-Ανεμώνη των κήπων υποείδος Χελδράιχ (Anemone
hortensis ssp. Heldreichii). Πρόκειται
για ενδημικό της Κρήτης και της Καρπάθου. Οι αναφορές του από άλλες περιοχές
της Ελλάδας είναι λανθασμένες, λόγω σύγχυσης με μορφές της A. pavonina. Φυτρώνει σε θαμνώνες,
φρύγανα, χέρσα χωράφια και βοσκοτόπια, από χαμηλά μέχρι 1850μ. υψόμετρο. Τα
πρώτα φύλλα της βάσης είναι τρίλοβα, με λοβούς οδοντωτούς. Τα άλλα, είναι
πεντάλοβα και οι λοβοί είναι στενοί, χωρισμένοι σε πολύ μυτερούς δευτερεύοντες
λοβούς. Σέπαλα 12-19, στενά, λευκά ή σπάνια ανοιχτορόδινα. Καλλιεργείται σαν
καλλωπιστικό σε πάρκα και κήπους. Τα άνθη της έχουν χρώμα γαλάζιο, κόκκινο ή
λευκό. Κάποιοι θεωρούν ότι είναι η άγρια ανεμώνη της αρχαίας Ελλάδας.
-Ανεμώνη η χαρίεσσα (Anemone
blanda). Είδος πλατειά εξαπλωμένο στην Ηπειρωτική Ελλάδα,
εκτός από Β.Δ., στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά και
αλλού. Φυρώνει σε ξέφωτα στα ελατοδάση, πευκοδάση και θαμνώνες, σπανιότερα σε
φυλλοβόλα δάση, σε υψόμετρο 300-2000μ. Φύλλα βάσης μακρόμισχα, χωρισμένα σε
τρία κύρια τμήματα, που το καθένα είναι επιφυές. Το κάθε τμήμα χωρίζεται σε
δευτερεύοντες στενούς λοβούς. Σέπαλα 8-14, στενά, γαλάζια, ρόδινα ή λευκά. Το
καρποφόριο γέρνει προς τα κάτω μετά την άνθηση. Χνουδωτό, ποώδες φυτό έχει
κονδυλώδες ρίζωμα.
-Ανεμώνη των Απεννίνων (Anemone
apennina). Είδος παρόμοιο με το προηγούμενο. Διαφέρει στα
εξής χαρακτηριστικά: τα τρία κύρια τμήματα των φύλλων έχουν έναν μικρό μίσχο.
Τα άνθη είναι σχεδόν πάντα γαλάζιο-βιολετιά. Το είδος υπάρχει με βεβαιότητα
κατά μήκος της Πίνδου, μέχρι τα Άγραφα και στα βουνά της Δ. Μακεδονίας.
Φυτρώνει στα ξέφωτα δασών, ορεινά λιβάδια, παρυφές, δρόμων, σε υψόμετρο
500-1500 μ. περίπου.
-Ανεμώνη η δασόφιλη (Anemone nemorosa).
Πολυετές, ποώδες φυτό με ισχυρό ρίζωμα που έρπει. Τα άνθη της έχουν λευκό
χρώμα και βγαίνουν από το Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο. Φύεται σε δάση και
χαράδρες της ηπειρωτικής Ελλάδας. Είναι
εξαπλωμένη στα βουνά Μακεδονίας και Θράκης, μέχρι τον Κάτω Όλυμπο. Δάση φυλλοβόλων, από 700 έως 1800μ. Φύλλα βάσης 1-2, χωρισμένα
σε τρία τμήματα, με μικρό μίσχο το καθένα. Τα τμήματα είναι χωρισμένα βαθειά,
σε λοβούς οδοντωτούς. Τα άνθη είναι σχετικά μικρά, λευκά, συνήθως με μια ρόδινη
απόχρωση εξωτερικά. Τα σέπαλα είναι συνήθως 6-7 και έχουν σχήμα ωοειδές. Οι
ανθήρες είναι κίτρινοι.
-Ανεμώνη η ρανουγκουλοειδής (Anemone
ranunculiodes ssp. Ranunculoldes). Φυτό παρόμοιο με το
προηγούμενο, αλλά διαφέρει στο ότι ως φύλλο βάσης υπάρχει ένα ή κανένα φύλλο.
Τα άνθη είναι κίτρινα, συχνά περισσότερα του ενός. Το είδος έχει βρεθεί από
Γ.Σφήκα στο όρος Τζένα, σε υψόμετρο 1700-1800μ. Επίσης αναφέρεται από τον
γειτονικό Βόρα. Φυτρώνει στα ξέφωτα ορεινών φυλλοβόλων δασών. Άλλα δύο είδη
αναφέρονται από τα βουνά των βορείων συνόρων: η Anemone sylvestris, από το όρος Παπίκι, και η Anemone narcissiflora, από το όρος Βόρας (Καιμακτσαλάν). Και τα δύο
βρέθηκαν το 1940 από τον καθηγητή Ζαγανιάρη. Τα δυο αυτά είδη κάνουν λευκά
άνθη, το πρώτο ένα και μεγάλο και το δεύτερο πολλά και μικρά.
Από τα καλλιεργούμενα καλλωπιστικά
είδη τα πιο γνωστά είναι η Ανεμώνη η στεφανοειδής, η Ανεμώνη η ταόμορφη, η Ανεμώνη η
δασόφιλη , η Ανεμώνη η κηπαία, η
Ανεμώνη η πουλσατίλη (Anemone pulsatilla - Pulsatilla vulgaris. Αυτή ονομάζεται και ανεμώνη της Λαμπρής. Έχει τριχωτούς και
μεταξωτούς βλαστούς και βρίσκεται σε περιοχές της κεντρικής Ευρώπης. Έχει
πολυάριθμα μικρά φυλλαράκια σχισμένα σε ταινίες και μεγαλύτερα φτερωτά φύλλα.
Καλλιεργείται και σαν καλλωπιστικό σε διάφορες χρωματικές παραλλαγές), η Ανεμώνη η μαλακή. (βρίσκεται σε διάφορες περιοχές της Ασίας και κυρίως στην Ιαπωνία. Τρώγεται
και σαν σαλατικό, καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό σε γλάστρες), η Ανεμώνη η ιαπωνική (Anemone japonica - Anemone hupehensis) (καταγωγή από την Κίνα και την
Ιαπωνία είναι πολύ διαδεδομένο καλλωπιστικό στις περιοχές αυτές). Η πιο γνωστή ελληνική ποικιλία
ανεμώνης είναι είναι η Anemone blanda,
που βγάζει μικρά λουλούδια σε σχήμα μαργαρίτας στις αποχρώσεις του μπλε και
ανθίζει πολύ νωρίς την άνοιξη. Σίγουρα όμως η πιο διάσημη ποικιλία είναι η Anemone coronaria με μεγάλα σαν
παπαρούνες λουλούδια σε χρώματα, λευκό, κόκκινο, μπλε, μωβ, ροζ και φουξ. Από
αυτήν προήλθε και η ομάδα ‘’De Caen’’ με τα μονά λουλούδια και οι παραλλαγές
της που καλλιεργούνται για να παράγουν και κοπτόμενα άνθη, που υπάρχουν στα
ανθοπωλεία κυρίως την άνοιξη. Μια επίσης διάσημη ομάδα είναι η ‘’St. Brigid’’
που παράγει διπλά άνθη. Ωστόσο υπάρχουν πολλές ακόμα ποικιλίες ανεμώνης με μονά
ή διπλά άνθη και διαφορές στο σχήμα, το χρώμα και το μέγεθος.
Το όνομα του λουλουδιού συνδέεται με τον αρχαίο ερωτικό μύθο του Άδωνη και της Αφροδίτης που ενέπνευσε και μεγάλους ποιητές όπως ο Οβίδιος και αρκετά αργότερα ο Σαίξπηρ να γράψουν ύμνους σ' αυτόν τον έρωτα. Σύμφωνα με το μύθο ο Άδωνις βγήκε για κυνήγι στο δάσος. Εκεί ο θεός Άρης που ζήλευε τον Άδωνη, επειδή η Αφροδίτη τον παράτησε για τα μάτια του ωραίου νέου, μεταμορφώθηκε σε άγριο κάπρο, επιτέθηκε στον Άδωνη και τον σκότωσε. Απαρηγόρητη η Αφροδίτη πήρε στην αγκαλιά της το άψυχο σώμα του αγαπημένου της και όπως λέγεται ράντισε με νέκταρ την πληγή. Και από το μείγμα που έκαναν το νέκταρ με το αίμα ξεπήδησε ένα όμορφο λουλούδι. Μόνο που η ζωή αυτού του λουλουδιού κρατάει λίγο. Όταν ο άνεμος φυσάει κάνει τα μπουμπούκια του φυτού να ανθίσουν και ύστερα ένα άλλο ανεμοφύσημα παρασέρνει τα πέταλα μακριά. Έτσι το λουλούδι αυτό ονομάστηκε ανεμώνη ή ανεμολούλουδο επειδή ο άνεμος βοηθάει την ανθοφορία του αλλά και την παρακμή του. Σύμφωνα με μία από τις εκδοχές της ελληνικής μυθολογίας μια λευκή ανεμώνη ξεπήδησε από το χώμα που πότισαν τα δάκρυα της Αφροδίτης για τον νεκρό Άδωνη. Κάπου αλλού διαβάζουμε πως από το αίμα που έρρεε από τις πληγές του Άδωνη πήρε το κόκκινο του χρώμα αυτό όμορφο λουλούδι, που προορίζονταν να ζήσει κι αυτό όσο χρόνο απέμενε στον πληγωμένο Άδωνη. Για αυτό και η ανεμώνη, εκτός από σύμβολο της απλότητας θεωρείται και σύμβολο, του εφήμερου, του κάλλους που δεν διαρκεί, του εύθραυστου, της απλότητας, αλλά και της μοναξιάς, εξ ου και η έκφραση ‘’μόνη σαν την ανεμώνη’’.
Το όνομα του λουλουδιού συνδέεται με τον αρχαίο ερωτικό μύθο του Άδωνη και της Αφροδίτης που ενέπνευσε και μεγάλους ποιητές όπως ο Οβίδιος και αρκετά αργότερα ο Σαίξπηρ να γράψουν ύμνους σ' αυτόν τον έρωτα. Σύμφωνα με το μύθο ο Άδωνις βγήκε για κυνήγι στο δάσος. Εκεί ο θεός Άρης που ζήλευε τον Άδωνη, επειδή η Αφροδίτη τον παράτησε για τα μάτια του ωραίου νέου, μεταμορφώθηκε σε άγριο κάπρο, επιτέθηκε στον Άδωνη και τον σκότωσε. Απαρηγόρητη η Αφροδίτη πήρε στην αγκαλιά της το άψυχο σώμα του αγαπημένου της και όπως λέγεται ράντισε με νέκταρ την πληγή. Και από το μείγμα που έκαναν το νέκταρ με το αίμα ξεπήδησε ένα όμορφο λουλούδι. Μόνο που η ζωή αυτού του λουλουδιού κρατάει λίγο. Όταν ο άνεμος φυσάει κάνει τα μπουμπούκια του φυτού να ανθίσουν και ύστερα ένα άλλο ανεμοφύσημα παρασέρνει τα πέταλα μακριά. Έτσι το λουλούδι αυτό ονομάστηκε ανεμώνη ή ανεμολούλουδο επειδή ο άνεμος βοηθάει την ανθοφορία του αλλά και την παρακμή του. Σύμφωνα με μία από τις εκδοχές της ελληνικής μυθολογίας μια λευκή ανεμώνη ξεπήδησε από το χώμα που πότισαν τα δάκρυα της Αφροδίτης για τον νεκρό Άδωνη. Κάπου αλλού διαβάζουμε πως από το αίμα που έρρεε από τις πληγές του Άδωνη πήρε το κόκκινο του χρώμα αυτό όμορφο λουλούδι, που προορίζονταν να ζήσει κι αυτό όσο χρόνο απέμενε στον πληγωμένο Άδωνη. Για αυτό και η ανεμώνη, εκτός από σύμβολο της απλότητας θεωρείται και σύμβολο, του εφήμερου, του κάλλους που δεν διαρκεί, του εύθραυστου, της απλότητας, αλλά και της μοναξιάς, εξ ου και η έκφραση ‘’μόνη σαν την ανεμώνη’’.
Τα φύλλα και ο
κορμός της έχουν γεύση καυστική και όταν τρίβονται, αναδίδουν οξεία οσμή και
ερεθίζουν. Είναι δηλητηριώδη για τα ζώα και όταν τρώγονται, προκαλούν γαστρικές
διαταραχές. Η Ανεμώνη στη βοτανοθεραπεία, είναι ένα εξαιρετικό χαλαρωτικά
νευροτονωτικά που για χρήση σε προβλήματα που έχουν σχέση με νευρική ένταση και
σπασμούς στο γεννητικό σύστημα. Με απόσταξη της πρωιμοκάρπου ανεμώνης με νερό
και κατεργασία με αιθέρα βγήκε η ουσία ανεμωνίνη, που έχει αξιόλογες
θεραπευτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του κοκίτη, της βρογχίτιδας
και του άσθματος, ως αντικαταρροϊκό και πραϋντικό. Επίσης, τα νωπά φύλλα και
στελέχη της πρωιμοκάρπου της ανεμώνης χρησιμοποιούνται απ' τους αγρότες για τη
θεραπεία πληγών στα άλογα.Οι αρχαίοι την θεωρούσαν φυτό που έχει θεραπευτικές
ιδιότητες για τα έμμηνα.
-Για τις Ανεμώνες της θάλασσας.Οι θαλάσσιες
ανεμώνες είναι μια κατηγορία αρπακτικών ζώων. Εξαρτώνται άμεσα από τη
θερμοκρασία και την ποιότητα του θαλάσσιου περιβάλλοντος τους. Έτσι, στην
αιχμαλωσία (π.χ. σε ενυδρεία) απαιτούν ιδανικές συνθήκες για να επιβιώσουν,
όπως αλατότητα, θερμοκρασία, ρεύματα νερού, κ.α. Οι περισσότερες θαλάσσιες
ανεμώνες έχουν διάμετρο από 1,8 έως 3 εκατοστά, αλλά έχουν γίνει γνωστές και
ανεμώνες πιο μικρές με διάμετρο μέχρι 4 χιλιοστά και πολύ μεγαλύτερες με
διάμετρο 2 μέτρα. Μπορούν να έχουν πλοκάμια από μερικές δεκάδες έως μερικές
εκατοντάδες. Το στόμα τους είναι στη μέση του δίσκου και περιβάλλεται από τα
πλοκάμια, που είναι οπλισμένα με πολλά κνιδοκύτταρα. Αυτά, λειτουργούν ως
άμυνα, αλλά και ως μέσο για να πιάσουν το θήραμά τους. Περιέχουν νηματοκύστεις
που κάθε μία περιέχει τοξικές ουσίες. Όποιο ψάρι ακουμπήσει τα πλοκάμια της θα
παραλύσει και θα ακινητοποιηθεί. Τότε, με μια αιφνίδια κίνηση θα το αρπάξει και
θα το οδηγήσει στο στόμα της. Μετά από λίγη ώρα η θαλάσσια ανεμώνη θα αποβάλει
τα υπολείμματα που δεν χώνεψε. Το ψάρι-κλόουν είναι το μόνο ψάρι – φίλος της-
που το δηλητήριό της δεν το επηρεάζει. Αυτό το ψάρι εκκρίνει ένα ειδικό υγρό
που τα τσιμπήματα της ανεμώνης δεν αντιδρούν πάνω του. Το ψάρι – κλόουν βρίσκει
καταφύγιο μέσα στα πλοκάμια της ανεμώνης για να μην το φάνε τα άλλα ψάρια.΄Ετσι,
αυτό ανταμείβει την ανεμώνη προσελκύοντας άλλα ψάρια για να τα τρώει εκείνη.
Έρευνες απόδειξαν ότι η ανεμώνη δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό. Mία από τις
μεγαλύτερες σε μέγεθος θαλάσσιες ανεμώνες της Μεσογείου, η Cerianthus membranaceus, xαρακτηρίζεται από ποικίλους χρωματισμούς,
και συναντάται σε αμμώδη, αλλά και σε βραχώδη υποστρώματα, σε εισόδους σπηλιών,
όπου προσπαθεί να αποφύγει το έντονο φως.
Η εσωτερική ανατομία των θαλάσσιων ανεμώνων είναι πολύ απλή. Έχουν γαστρική κοιλότητα, στην οποία εκκρίνονται ένζυμα για την πέψη της τροφής, με ένα μόνο άνοιγμα, το στόμα, ενώ στερούνται έδρας, με αποτέλεσμα η τροφή που δεν πέπτεται να αποβάλλεται από το στόμα. Το νευρικό σύστημά τους είναι πρωτόγονο και επιτρέπει μηχανική αντίδραση σε κάθε ερέθισμα. Οι οργανισμοί αυτοί διαβιούν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Εμφανίζουν όμως τη μεγαλύτερη ποικιλομορφία στις τροπικές θάλασσες. Επίσης, συναντώνται σε όλα τα βάθη, αλλά κυρίως κοντά στις ακτές. Παρότι πρόκειται για κατεξοχήν εδραίους οργανισμούς, μερικά είδη έχουν την ικανότητα να μετακινούνται έρποντας με τη βοήθεια του ποδικού δίσκου ή των κεραιών τους. Οι μικρές θαλάσσιες ανεμώνες τρέφονται κυρίως με πλαγκτόν, ενώ οι μεγαλύτερες από αυτές μπορούν να συλλάβουν και να φάνε μεγαλύτερες λείες, μέχρι και ψάρια. Πολλά είδη τους. ζουν συμβιωτικά με μαλακόστρακα (π.χ. πάγουρος) ή και ζωοξανθέλλες (είναι μονοκύτταρα φύκια, τα οποία ζουν σε συμβίωση με πολλά είδη υδρόβιων ζώων όπως είναι υδρόζωα, μύδια, μέδουσες, κοράλλια, σφουγγάρια, ανεμώνες κ.ά), επωφελούμενα από τη φωτοσυνθετική παραγωγή του φύκους (απορροφούν το διοξείδιο του άνθρακα που απελευθερώνεται από τις θαλάσσιες ανεμώνες και ως αντάλλαγμα προσφέρουν θρεπτικά συστατικά). Εξάλλου, στην περίπτωση της συμβίωσής τους με μαλακόστρακα, αυτά προκειμένου να προφυλαχθεί από τα χταπόδια, τα καλαμάρια και τις σουπιές, για τα οποία αποτελούν θρεπτικότατη λεία, καταφεύγουν σε αδειανά κοχύλια μαλακίων, στα οποία εγκαθίσταται και η θαλάσσια ανεμώνα.
Στη νότια Ιταλία και Ισπανία η ανεμώνη Anemone sulcata καταναλώνεται ως λιχουδιά. Το σύνολο των ζώων, που μαρινάρεται σε ξίδι, στη συνέχεια επικαλύπτεται με αραιό χυλό αλευριού και τηγανίζεται σε ελαιόλαδο. Αυτά είναι παρόμοια σε εμφάνιση και υφή με τις κροκέτες , αλλά έχουν μια έντονη γεύση θαλασσινών.
Η εσωτερική ανατομία των θαλάσσιων ανεμώνων είναι πολύ απλή. Έχουν γαστρική κοιλότητα, στην οποία εκκρίνονται ένζυμα για την πέψη της τροφής, με ένα μόνο άνοιγμα, το στόμα, ενώ στερούνται έδρας, με αποτέλεσμα η τροφή που δεν πέπτεται να αποβάλλεται από το στόμα. Το νευρικό σύστημά τους είναι πρωτόγονο και επιτρέπει μηχανική αντίδραση σε κάθε ερέθισμα. Οι οργανισμοί αυτοί διαβιούν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Εμφανίζουν όμως τη μεγαλύτερη ποικιλομορφία στις τροπικές θάλασσες. Επίσης, συναντώνται σε όλα τα βάθη, αλλά κυρίως κοντά στις ακτές. Παρότι πρόκειται για κατεξοχήν εδραίους οργανισμούς, μερικά είδη έχουν την ικανότητα να μετακινούνται έρποντας με τη βοήθεια του ποδικού δίσκου ή των κεραιών τους. Οι μικρές θαλάσσιες ανεμώνες τρέφονται κυρίως με πλαγκτόν, ενώ οι μεγαλύτερες από αυτές μπορούν να συλλάβουν και να φάνε μεγαλύτερες λείες, μέχρι και ψάρια. Πολλά είδη τους. ζουν συμβιωτικά με μαλακόστρακα (π.χ. πάγουρος) ή και ζωοξανθέλλες (είναι μονοκύτταρα φύκια, τα οποία ζουν σε συμβίωση με πολλά είδη υδρόβιων ζώων όπως είναι υδρόζωα, μύδια, μέδουσες, κοράλλια, σφουγγάρια, ανεμώνες κ.ά), επωφελούμενα από τη φωτοσυνθετική παραγωγή του φύκους (απορροφούν το διοξείδιο του άνθρακα που απελευθερώνεται από τις θαλάσσιες ανεμώνες και ως αντάλλαγμα προσφέρουν θρεπτικά συστατικά). Εξάλλου, στην περίπτωση της συμβίωσής τους με μαλακόστρακα, αυτά προκειμένου να προφυλαχθεί από τα χταπόδια, τα καλαμάρια και τις σουπιές, για τα οποία αποτελούν θρεπτικότατη λεία, καταφεύγουν σε αδειανά κοχύλια μαλακίων, στα οποία εγκαθίσταται και η θαλάσσια ανεμώνα.
Στη νότια Ιταλία και Ισπανία η ανεμώνη Anemone sulcata καταναλώνεται ως λιχουδιά. Το σύνολο των ζώων, που μαρινάρεται σε ξίδι, στη συνέχεια επικαλύπτεται με αραιό χυλό αλευριού και τηγανίζεται σε ελαιόλαδο. Αυτά είναι παρόμοια σε εμφάνιση και υφή με τις κροκέτες , αλλά έχουν μια έντονη γεύση θαλασσινών.