
Περίπου το 43%
των 170 εκατομμυρίων Πακιστανών εξαρτώνται από τη γεωργία, ενώ τα δύο τρίτα των
κατοίκων ζουν σε αγροτικές περιοχές. Η βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη αποτελεί
«απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της πακιστανικής υπαίθρου, την
αντιμετώπιση της φτώχειας, τη μείωση της ανεργίας και την κοινωνική
σταθερότητα», αναφέρει έκθεση η οποία συντάχθηκε απο ιδιωτική εταιρεία για
λογαριασμό του ΟΗΕ.
Το βιολογικό
πρόγραμμα αφαλάτωσης του Παντζάμπ έχει ήδη βοηθήσει 50.000 νοικοκυριά να
αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της φτώχειας, συμβάλλοντας καθοριστικά στην αύξηση
του εισοδήματός τους. Από το 2007 έως το 2010 η αύξηση της παραγωγής ρυζιού και
σίτου στις περιοχές που έχουν αποκατασταθεί έφθασε τους 417.000 τόνους, συνολικής
αξίας 122 εκατ. δολαρίων.
Δεκάδες
ενθουσιώδεις αγρότες δηλώνουν χωρίς δισταγμό πως βελτιώθηκε το βιοτικό τους
επίπεδο. Πριν, το πρόβλημα της ανεργίας στο συγκεκριμένο χωριό ήταν οξύτατο, με
την πλειοψηφία των κατοίκων να αναζητούν σποραδικά χειρωνακτικές εργασίες. Οι
αγρότες ήταν κάτοχοι μικρών άγονων αγροτεμαχίων και οι περισσότεροι
αναγκάζονταν να μεταναστεύουν στις πόλεις, αναζητώντας δουλειά στα εργοστάσια.
Τώρα, όλοι δηλώνουν πως το εισόδημά τους από την καλλιέργεια της γης έχει
διπλασιαστεί ή ακόμη και τριπλασιαστεί, φθάνοντας και τα 230 δολάρια τον μήνα,
σε σύγκριση με τα 90 δολάρια που κέρδιζαν δουλεύοντας σε κάποιο εργοστάσιο, ενώ
το κύμα μετανάστευσης προς τα αστικά κέντρα μειώνεται σταθερά. Το να δίνει
κανείς στον μέσο Πακιστανό τη δυνατότητα να αυξήσει το εισόδημά του,
διασφαλίζοντας παράλληλα την τροφή του είναι εξαιρετικά σημαντικό σε μια χώρα
όπου σχεδόν το 25% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Επιπλέον,
είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι η αξία της μέχρι πρότινος άγονης γης
έχει αρχίσει να ανεβαίνει, φθάνοντας και τα 6.000 δολάρια το στρέμμα.
Η παράδοση στις
περιοχές αυτές δεν επιτρέπει στις γυναίκες να εργάζονται εκτός σπιτιού. Όμως
μέσω του προγράμματος, χιλιάδες γυναίκες έχουν εκπαιδευτεί στην καλλιέργεια
λαχανόκηπων, όπου καλλιεργούν και νέα είδη εκτός από τα παραδοσιακά,
εξασφαλίζοντας επιπλέον φαγητό για την οικογένεια, αλλά και εισόδημα. Για
παράδειγμα, στο χωριό Λιλιάνι, περίπου 100 χλμ. από τη Λαχώρη, 25 γυναίκες
έμαθαν να καλλιεργούν ραπανάκια, γογγύλια, κολοκύθες και κουνουπίδια, καθώς και
σκόρδα, κρεμμύδια, πατάτες και ρεβύθια στους κήπους τους. Πριν από την εισαγωγή
του προγράμματος, «ο κήπος μας ήταν άγονος, ήμασταν απελπισμένοι», σημειώνει η
35χρονη Σερ Μπανού, μητέρα τεσσάρων παιδιών. Τώρα εκτιμά ότι κάθε μήνα κερδίζει
περίπου 60 δολάρια από την παραγωγή τους, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο για μια
χώρα με ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα τα 2.500 δολάρια.