Σε κάθε τετραγωνικό μέτρο στο Μεσογειακό χώρο εκατομμύρια σπόροι διαφορετικών ετήσιων φυτών -όπως λέγονται κατά τους βοτανικούς, μεταφέρονται με τον άνεμο. Έτσι, χαμομήλια, ραδίκια, παπαρούνες, μαργαρίτες και ένα σωρό αλλά, πριν ριζώσουν κάπου, κάνουν το μοναδικό ταξίδι της ζωής τους με τη μορφή των σπόρων τους. Αν μάλιστα φύτρωναν όλοι αυτοί οι σπόροι, τότε κάθε φυτό θα απαιτούσε ισοκατανομή του όντος ελάχιστου εδαφικού νερού -στο Μεσογειακό χώρο, για να αναπτύξει τη βιομάζα του. Έτσι, αντιμέτωπες με αυτό τον κίνδυνο, οι μεσογειακές φυτοκοινωνίες, ανέπτυξαν δύο μηχανισμούς άμυνας ή προσαρμογής. Ο ένας είναι η μεγάλη πυκνότητα των θάμνων, που, κυριολεκτικά, κρύβουν τον ήλιο από το έδαφος και δεν επιτρέπουν στους νέους σπόρους να φυτρώσουν. Ο άλλος είναι, μια εκπληκτική προσαρμογή, η λεγόμενη αλληλοπάθεια. Δηλαδή, ορισμένοι μεσογειακοί θάμνοι τροφοδοτούν το έδαφος με ουσίες που εμποδίζουν την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των ετήσιων φυτών. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που στα Μεσογειακά οικοσυστήματα δεν υπάρχουν τα συνήθη ετήσια φυτά άλλων δασικών τύπων. Η πυκνότητα των θάμνων και η αλληλοσυσχέτισή τους, επιδρούν και στους σπόρους των ίδιων των μεσογειακών θάμνων και πεύκων. Εξάλλου, όπως σημειώνουν ο ειδικοί, οι θάμνοι πολλαπλασιάζονται με πρεμνοβλάστηση και ριζοβλάστηση, ενώ τα πεύκα δεν διαθέτουν τέτοια ικανότητα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, που φαίνεται ότι είναι ασφυκτικές με ανθρώπινους όρους, οι σπόροι των πεύκων που πέφτουν στο έδαφος δεν επιβιώνουν όλοι. Έτσι, τα μεσογειακά πεύκα αδυνατούν να ανανεωθούν, εκτός και εάν υπάρξει προσωρινή απελευθέρωση του εδάφους από τον ανταγωνισμό των πυκνών θάμνων και την αλληλοσυσχέτιση που προκαλούν. Δηλαδή, και πάλι με ανθρώπινους όρους, αφού η Φύση δεν διαθέτει ούτε πριόνια, ούτε σκαπτικά και τσεκούρια για να κόβει και να ξεριζώνει τους θάμνους, την ευκαιρία αυτή τους την προσφέρει μόνο η πυρκαγιά. Σημειώνεται, ότι οι θερινές καταιγίδες με αστραπές και κεραυνούς είναι συχνές στο μεσογειακό χώρο, οπότε η πιθανότητα πρόκλησης πυρκαγιάς ή και αυτοανάφλεξης στην κατάξερη βλάστηση είναι μεγάλη.
Άλλωστε, με τη διαδικασία της φυσικής επιλογής τα σκληρόφυλλα αείφυλλα φυτά ανέπτυξαν και άλλες προσαρμογές, δημιουργώντας μια ιδιόμορφη βλάστηση, την πυρόφυτη βλάστηση, που αντέχει στις πυρκαγιές. Υπάρχουν τα παθητικά και τα ενεργητικά πυρόφυτα. Τα παθητικά πυρόφυτα, αναπτύσσουν ιδιαίτερη αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά και στις ίδιες τις φλόγες, ως αποτέλεσμα ποικίλων μηχανικών και χημικών διεργασιών. Για παράδειγμα, ορισμένα είδη αντέχουν τις υψηλές θερμοκρασίες χάρη στον παχύ φλοιό τους (Φελλοφόρος Δρυς), άλλα αναφλέγονται δύσκολα γιατί έχουν πολύ σκληρό ξύλο (Ιταμος και κάποιες Δρύες) ή υψηλή περιεκτικότητα μεταλλικών στοιχείων στο ξύλο τους (Αλμυρίκια). Η Κουκουναριά ρίχνει τα χαμηλά κλαδιά της, δημιουργώντας ομβρελοειδή κόμη πολλά μέτρα πάνω από το έδαφος, όπου καμιά φλόγα δεν τη φθάνει. Μερικές Πτέριδες και άλλα φυτά προφυλάσσουν τα αναπαραγωγικά τους όργανα κάτω από το έδαφος. Αντίθετα, τα ενεργητικά πυρόφυτα συνήθως καίγονται εύκολα, αλλά η βλαστητική ανάπτυξή τους ευνοείται από την πυρκαγιά. Το Πουρνάρι παράγει μετά τη φωτιά παραβλαστήματα και ριζοβλαστήματα από τη βάση του κορμού και τις ρίζες αντίστοιχα. Η Κουμαριά, τα Ρείκια, οι Άρκευθοι-Κέδρα, το Φυλίκι, ο Σχίνος και άλλα δημιουργούν ριζώματα που μοιάζουν με ρόζο και βρίσκονται σε αδράνεια επί πολλά χρόνια. Μετά τη φωτιά, τα ριζώματα ξυπνούν από το λήθαργό τους και δίνουν μέσα σε λίγες ημέρες τα πρώτα βλαστάρια με τη μορφή παραβλαστημάτων. Η ταχύτητα αύξησης των παραβλαστημάτων και των ριζοβλαστημάτων είναι πολύ μεγάλη. Στο τέλος της επόμενης από την πυρκαγιά βλαστητικής περιόδου φθάνουν σε ύψος μέχρι και 60% του μητρικού φυτού. Γιαυτό άλλωστε, συνηθίζουν οι βοσκοί –στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν φρέσκια τροφή για τα ζώα τους, να βάζουν φωτιές σε δασωμένους θαμνότοπους, αλλά πολλές φορές ξεφεύγουν της προσοχής τους και επεκτείνονται στο γειτονικό δάσος, με καταστροφικά αποτελέσματα. Η νομοτέλεια της Φύσης δεν αφήνει τίποτε στην τύχη. Η Σουσούρα - ένα είδος ρεικιού που βρίσκεται στα πιο φτωχά και ξηρά εδάφη της χώρας μας και ενοχοποιείται για το φαινόμενο της αλληλοπάθειας, παραμένει βιολογικά ανενεργή δύο-τρία χρόνια μετά τη φωτιά, δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο στα νεαρά φυτά της πεύκης να ριζώσουν και να αναπτυχθούν. Επίσης, σημειώνουν οι ειδικοί δασολόγοι, ότι υπάρχουν και εκείνα τα ενεργητικά πυρόφυτα όπου η πυρκαγιά ενεργεί για την καλύτερη διασπορά των σπόρων τους. Τέτοια φυτά είναι τα μεσογειακά Πεύκα, ιδίως η Χαλέπιος Πεύκη, που μαζί με την Τραχεία Πεύκη και την Κουκουναριά σχηματίζουν τα μεσογειακά πευκοδάση μας. Είναι όντος μια μεγαλειώδη επίδειξη της δυνατότητας προσαρμογής που διαθέτει η Φύση.
Εξάλλου, είναι γνωστό ότι σε όλα σχεδόν τα φυτά, οι ώριμοι καρποί πέφτουν στο έδαφος. Όμως στα Πεύκα, το 30% των ώριμων κουκουναριών παραμένουν κλειστά στο δέντρο από 5 ως και 10 χρόνια. Αν ξεσπάσει πυρκαγιά, διεγείρονται ειδικοί μηχανισμοί και τα κουκουνάρια ανοίγουν, διασκορπίζοντας μερικές χιλιάδες σπόρους σε έκταση 2-5 στρεμμάτων γύρω από κάθε δέντρο. Καθώς τα δέντρα βρίσκονται σε αποστάσεις μικρότερες από 10 μέτρα μεταξύ τους, φαντάζεστε την πυκνότητα των νέων φυτών που φυτρώνουν !
Από την πρώτη στιγμή που ένα νέο μεσογειακό δάσος αρχίζει τη μετα-πυρική διαδικασία φυσικής αναγέννησης, ετοιμάζεται για την επόμενη πυρκαγιά. Σ' αυτό βοηθούν και πάλι οι μεσογειακές κλιματικές συνθήκες, αφού στη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους οι τιμές της θερμοκρασίας και της υγρασίας είναι εντελώς ακατάλληλες για την επιβίωση των σαπροφυτικών μυκήτων που αποσυνθέτουν την οργανική ύλη σε απλούστερα συστατικά. Με αυτό τον τρόπο, συσσωρεύονται στο έδαφος ξηρές βελόνες των πεύκων, φύλλα, κλαδιά, νεκροί θάμνοι και νεκρά δέντρα. Και όπως αντιλαμβάνεστε, δημιουργείται μια βιομάζα ιδιαίτερα εύφλεκτη, λόγω και της θερινής ξηρότητας, η οποία περιμένει κάποιο κεραυνό, την ανθρώπινη αμέλεια ή τον εμπρησμό για να εκδηλωθεί ξανά το φαινόμενο της πυρκαγιάς. Τα μεσογειακά πεύκα είναι φωτόφιλα. Έτσι, όταν τα χαμηλότερα κλαδιά δεν φωτίζονται, αχρηστεύονται και ξηραίνονται, δεν πέφτουν όμως από τα δέντρα. Χρόνια ολόκληρα κρέμονται νεκρά κλαδιά με ξηρές βελόνες κοντά στο έδαφος. Έτσι, μια απλή έρπουσα φωτιά μετατρέπεται εύκολα σε επικόρυφη, άρα και με δυναμικότερη προοπτική εξέλιξης. Εξάλλου, τα πεύκα διαθέτουν και την εύφλεκτη ρητίνη, όπως εύφλεκτα είναι και τα αιθέρια έλαια των θάμνων που εμπλουτίζουν το δασικό μικροπεριβάλλον. Αυτό που θα πρέπει να συγκρατήσουμε ακόμη είναι ότι, όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών πυρκαγιών, τόσο μεγαλύτερη είναι η συγκεντρωμένη καύσιμη βιομάζα και τόσο η εκδήλωση του φαινομένου της πυρκαγιάς είναι περισσότερο βίαιη.
Και οι δασικοί επιμένουν. ‘’ Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ώριμο μεσογειακό δάσος που κάηκε και προστατεύθηκε, χωρίς να αναγεννηθεί με φυσικό τρόπο. Αντίθετα, σε περιοχές που δεν κάηκαν τον τελευταίο αιώνα τα πεύκα λιγοστεύουν κάθε χρόνο, χωρίς δυνατότητα αναγέννησης. Οι δασικές πυρκαγιές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη διατήρηση των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Απλώς, η οικολογική τους σημασία δεν έγινε μέχρι σήμερα κατανοητή επειδή τα αποτελέσματά τους συγχέονται με τη μεταπυρική οικονομική δραστηριότητα του ανθρώπου, ιδιαίτερα με την υπερβόσκηση και την οικοπεδοποίηση που οδηγούν σε αποδάσωση. Η ισχυρότατη οικολογική σχέση μεταξύ πυρκαγιών και μεσογειακών οικοσυστημάτων εξηγεί γιατί οι πυρκαγιές δεν αντιμετωπίζονται εύκολα. Ο άνθρωπος είναι ακόμη τεχνολογικά αδύναμος απέναντι στα φυσικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί, οι πλημμύρες ή και οι δασικές πυρκαγιές. Τα μεσογειακά οικοσυστήματα θα αντιδρούν σε κάθε προσπάθεια αλλαγής του αιώνιου κύκλου φωτιάς-αναγέννησης.
Ωστόσο, έντονη είναι η ανησυχία για τις επιπτώσεις των πυρκαγιών στην πανίδα των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Οι έρευνες δεν συμφωνούν μεταξύ τους ως προς τις εκτιμήσεις, επειδή κάθε πυρκαγιά διαφέρει από τις υπόλοιπες σε ένταση, συχνότητα, διάρκεια, μορφή κ.ά. Όμως, με βάση τη λογική, εάν οι φωτιές επηρέαζαν σοβαρά την πανίδα, πολλά ζώα θα αποτελούσαν μουσειακά είδη στη χώρα μας εδώ και αιώνες. Σε πειράματα στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών διαπιστώθηκε ότι κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς σε πευκόδασος, οι θερμοκρασίες κάτω από την επιφάνεια του εδάφους είναι ιδιαίτερα ανεκτές από τα περισσότερα ζώα που ζουν ή φωλιάζουν εκεί, όπως είναι τα μυρμήγκια ή και τα σκουλήκια. Όμως, οι πυρκαγιές έχουν ιδιαίτερα καταστρεπτικές επιπτώσεις στις φωλιές των πουλιών και στους νεοσσούς τους.
Η φωτιά, ως φαινόμενο, θα εκδηλώνεται πάντα με την ίδια σφοδρότητα, όσο κι αν ο άνθρωπος βελτιώσει τα μέσα δασοπυρόσβεσης που διαθέτει είτε υπάρχουν εμπρηστές, είτε όχι. Είναι βέβαιο ότι, εάν αυτή η σκληρή πραγματικότητα είχε γίνει κτήμα των περισσοτέρων από μας πριν από αρκετά χρόνια, πολλές νόμιμες ή παράνομες οικοπεδοποιήσεις δασικών εκτάσεων θα είχαν αποτραπεί. Σε καλύτερα οργανωμένες χώρες εκπονούνται συνεχώς ολοκληρωμένα προγράμματα ενημέρωσης των πολιτών και εκπαίδευσης των μαθητών - κάτι που θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει και εδώ από τις πρώτες τάξεις του σχολείου -, εκδίδονται, καθημερινά, δελτία επικινδυνότητας για πρόκληση πυρκαγιάς, και πληροφορίες για τις ενέργειες που πρέπει να αποφεύγονται σε επικίνδυνες καιρικές συνθήκες. Στη χώρα μας, εκτός από ανούσια τηλεοπτικά σποτάκια που διαφημίζουν τον τρόπο εκπαίδευσης των πυροσβεστών ή πόσους υπολογιστές έχει το συντονιστικό κέντρο, τίποτε το ουσιαστικό φαίνεται ότι γίνεται.(Άφθονο βιβλιογραφικό υλικό για τις πυρκαγιές στα ελληνικά δάση είναι καταχωρημένο στο ΕΘΙΑΓΕ/Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Αθήνας και Θεσσαλονίκης).